Η Άλωση
της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής
πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από
τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία
διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο).
Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία
έπαψε να υπάρχει.
Πολλοί
ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στην εξασθένηση, την αποδυνάμωση και τελικά τη
διαίρεση του Βυζαντίου τους τελευταίους 2 αιώνες. Η Άλωση του 1204 από τους
Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και
θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική
κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και
συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε
ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά
το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι,
η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ
των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της
έκβασης της πολιορκίας.
Κατά τα
1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε
πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών,
το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη
εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της
Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική
Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει
την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και
ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός
από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της
Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα
ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και
κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το
Βυζάντιο πολιτική οντότητα.
Κατά αυτόν
τον τρόπο λοιπόν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε τεθεί στο επίκεντρο και
αποτελούσε πλέον για το Βυζάντιο βασικό στόχο. Αντίπαλοι ηγέτες του βυζαντίου υπήρξαν
ο Μωάμεθ ΄Β με τον Κωνσταντίνο ΙΆ
Παλαιολόγο. Ο Μωάμεθ ΄Β με το «Ρούμελι Χισάρ» -ένα ισχυρό φρούριο στο πιο στενό
σημείο του Βοσπόρου- καθώς και με την κατασκευή ενός μεγάλου οχυρωματικού έργου,
αυτού των «κανονιών», στέρησε την επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα
λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και συνάμα πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για
αυτήν. Ο Σουλτάνος έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να φτάσει
έτοιμος στη μάχη και να μην ηττηθεί από την αντίθετη «πλευρά» (αυτή των Βυζαντινών
με επικεφαλή των Κωνσταντίνο ΙΆ Παλαιολόγο). Ετοίμασε ένα πραγματικά οργανωμένο
πυροβολικό που θα μπορούσε να καταστρέψει τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την
«πόλη». Αυτή του η ενέργεια αντιτίθεται με τη δύναμη που διέθεταν οι Βυζαντινοί
καθώς διέθεταν ένα πυροβολικό λιγότερο ισχυρό από αυτό των Οθωμανών, σύμφωνα με
τον αριθμό των διαμετρημάτων που είχαν.
Όλοι
γνωρίζουμε ότι η «πόλη» είχε τότε την όψη «τριγωνικού τείχους». Ως βάση του
τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την
ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη.
Τα πρώτα
οθωμανικά αποσπάσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις 2 Απριλίου, ενώ ολόκληρο το
στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της πόλης έως τις 5 Απριλίου. Την
ίδια ημερομηνία έφτασε και ο σουλτάνος με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως
απέκλεισε την πόλη από στεριά και θάλασσα.
Ας δούμε όμως, πιο αναλυτικά τα τεκταινόμενα.
Ας δούμε όμως, πιο αναλυτικά τα τεκταινόμενα.
Στις 6
Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β', αφού πρώτα, σύμφωνα
με τα έθιμα της εποχής, η πρόταση του για να παραδοθεί η πόλη υποσχόμενος ότι
θα σέβονταν την ζωή και την περιουσία των κατοίκων, απορρίφθηκε από τους
βυζαντινούς. Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των
τειχών κοντά στη «Χαρίσια πύλη» να καταστραφεί, όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν
να το επισκευάσουν γρήγορα. Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί άρχισαν εργασίες για να
παραγεμίσουν την τάφρο, ώστε σε περίπτωση ρήγματος των τειχών να μπορούν να
επιτεθούν με ευκολία. Επίσης αναλήφθηκαν υπονομευτικές εργασίες εναντίον των
τμημάτων των τειχών που το έδαφος ήταν κατάλληλο. Στην θάλασσα τα πλοία έκαναν
την πρώτη τους επίθεση, πιθανόν στις 9 Απριλίου, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα
ο Μπαλτόγλου να περιμένει την άφιξη της μοίρας του Ευξείνου για να σχεδιάσει
νέες επιχειρήσεις. Το διάστημα μεταξύ 6 με 11 Απριλίου ο Μωάμεθ πήρε μερικά
στρατεύματα και κυρίευσε δύο φρούρια που υπήρχαν έξω από την πόλη, το Θεράπειο
και Στουδίου, ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα
Πριγκιπόνησα.
Στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός νμε τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζατινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία.
Την νύχτα της 18ης Απριλίου οι Οθωμανοί επιτέθηκαν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση των βυζαντινών, όπως και η ηγετική ικανότητα του Τζουστινιάνι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από τέσσερις ώρες οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές κανέναν.
Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή.
Στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός νμε τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζατινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία.
Την νύχτα της 18ης Απριλίου οι Οθωμανοί επιτέθηκαν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση των βυζαντινών, όπως και η ηγετική ικανότητα του Τζουστινιάνι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από τέσσερις ώρες οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές κανέναν.
Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή.
Στις 22
Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας,
κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε
κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω
από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του
Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη
γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο
τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε
εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της
πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός
στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν
πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να
τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από
ιδιαίτερη περιφρούρηση.
Στο μεταξύ
στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι
πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις.
Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους
δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του
Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της
πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι
συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και
αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.
Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.
Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.
Στις 21 Μαΐου, ο
σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης
με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να
φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα
της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα
παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα
αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους
υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη
που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει.
Για την
Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:
« Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.»
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:
« Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.»
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό
συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος
και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή
πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους
ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα
οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε
πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα
επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές
νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την
νύχτα της 29ης Μαΐου.
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
«...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας».
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
«...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας».
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν.
Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση.
Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο
ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο
Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι,
τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια
υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς
ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο
θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική
πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να
σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία
μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά
ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453
(αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην
πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην
Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την
κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα
της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε
επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο
Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία
της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την
πρώτη ημέρα. O ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον
εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά,
τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός
της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής
την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και
βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και
λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι
πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε
εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό
στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η
πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.
Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Μάλιστα, χαρακτηριστικό δείγμα αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας τη Βιέννη. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ. (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του το 1922.
Το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, που τότε ήταν εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα και διατήρησε τεταμένες τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες για εκατονταετίες, μέχρις ότου, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάννης. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν χυθεί τόνοι μελάνης και έχουν γίνει εκατομμύρια «διπλωματικά» μίλια από την Ελλάδα στην Τουρκία και αντίστροφα.
Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Μάλιστα, χαρακτηριστικό δείγμα αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας τη Βιέννη. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ. (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του το 1922.
Το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, που τότε ήταν εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα και διατήρησε τεταμένες τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες για εκατονταετίες, μέχρις ότου, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάννης. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν χυθεί τόνοι μελάνης και έχουν γίνει εκατομμύρια «διπλωματικά» μίλια από την Ελλάδα στην Τουρκία και αντίστροφα.
Συμπέρασμα : Είμαστε ένα Ηρωικό Έθνος που μεγαλούργησε ειδικά
την εποχή του Βυζαντίου που κακώς δεν έχει σε μεγάλο βαθμό διερευνηθεί
ιστορικά.
Ο Ελληνικός Λαός υπό την Πνευματική και Ψυχική καθοδήγηση της Ορθόδοξου
Εκκλησίας διαχρονικά αγωνιζόταν για τα αυταπόδεικτα Δικαία του με Πάθος και
Καρτερία και υπέμεινε πολλά δεινά….
Σε μία εποχή που καταλείπουν τα δεδομένα και οι ιδεολογίες και
που όλα υποτάσσονται στους φαύλους νόμους του ψυχρού μονεταρισμού ο Ελληνικός
Λαός έχει στο αποθεματικό του τρομακτικά Ιστορικά Βιώματα πλειάδα Ηρώων και
Αγίων εξαιρετικά παραδείγματα αυτοθυσιών θάρρους και δράσεως υπέρ της Πατρίδος.
Όλα αυτά δεν είναι ότι τα διδασκόμαστε…
Όλα αυτά ενυπάρχουν στο DNA κάθε Έλληνα από τη στάσιμη
που γεννιέται και τον καθιστούν Υπερήφανο Δίκαιο αλλά και Μαχητή για ντα
πατροπαράδοτα δίκαια και ιδανικά του…
Δίκαια και ιδανικά που δεν θα απεμπολήσουν ποτέ οι Ακρίτες μας ,
οι Πόντιοι μας, οι Έλληνες κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου, τα αδέλφι μας Έλληνες
της Κύπρου.
Αυτά τα Δίκαια και αυτές οι χαμένες Πατρίδες αποτεθούν υπό
συνεκτικό ιστό την συγκολλητικού ουσία ένα θέλετε μεταξύ των συγχρόνων Ελληνικών
γενεών και με αυτές τις Αρχές και Ιδανικά θα είμαστε πάντα Υπερήφανοι, Ανθρωπιστές,
Αλληλέγγυοι, Αφουγκραστείς του ανθρώπινου πόνου και δυστυχίας με αυτές τις αρχές
των χιλιετηρίδων οπλισμένοι το Ελληνικό Έθνος όχι μόνο δεν θα χαθεί αλλά θα συνεχίσει
να αποτελεί το λασπερό φανό του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού της Σύγχρονης ευρωπαϊκής Κοινωνίας
και να την ενώνει με τα γαλήνιας νερά του Ευξείνου και του Βόσπορου.
Γιατί εάν μη τι άλλο Ελληνικότητα από τα Πανάρχαια Χρόνια σημαίνει
οικουμενικότητα
Γιώργος Κ Παραβάντης
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΣ Αργολίδας
ΠΑΣΟΚ
gparavantis@hotmail.com