Μπορείτε να επικοινωνείτε στο email

studiopressbg@gmail.com

10 Ιουλίου 2013

‘’Λουλούδι του Παραδείσου…’’



Προύσα 1904. Σε μια πλούσια Μουσουλμανική οικογένεια με τέσσερα παιδιά , γεννιέται η ηρωίδα της διηγούμενης ιστορίας μας. Στην Προύσα των αρχών του περασμένου αιώνα , επί ημερών του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ του β’ , στην φημισμένη από τα παλιά χρόνια πόλη του μεταξιού , γεννιέται η Ζεϊνέπ που τ’ όνομα της σημαίνει λουλούδι του παραδείσου. Και όντος ήταν λουλούδι του παραδείσου και για αυτό την ονόμασαν Ζεϊνέπ. Ένα πανέμορφο κορίτσι με την ολόλευκη επιδερμίδα και το χαμόγελο που θαρρείς όταν χαμογελούσε σκορπούσε γύρω της χαρά και ευτυχία.

Η οικογένεια της, μία από τις παλιότερες και πλουσιότερες της Προύσας, καμάρωνε για το πέμπτο παιδί της οικογένειας και ευχαριστούσε το Θεό για το ουράνιο αυτό δώρο. Και όσο περνούσαν τα χρόνια , η Ζεϊνέπ μεγάλωνε όπως το λυγερόκορμο κυπαρίσσι σκορπώντας γύρω της καλοσύνη που περίσσευε πάντα στην καρδιά της. Έτσι πέρασε τα παιδικά της χρόνια η πλούσια κόρη της Οθωμανικής οικογενείας , απολαμβάνοντας όλα τα καλά του Θεού στο σπίτι της. Με την πάροδο των χρόνων, η Ζεϊνέπ είχε εξελιχθεί σε μία όμορφη κόρη που το χαρακτηριστικό της ήταν η καλοσύνη. Η χαρά της ήταν η χαρά των άλλων. Ο πόνος της , ο πόνος των άλλων. Αυτή η καλοσύνη , την ξεχώριζε ανάμεσα στα παιδιά της ηλικίας της. Και όσο μεγάλωνε , γνώριζε αυτήν την έννοια του πόνου στα πρόσωπα των συνανθρώπων της και προσπαθούσε να βοηθά όπου μπορούσε. Αυτό το λουλούδι του παραδείσου , ζούσε την ζωή της στην όμορφη πόλη της Ανατολής , αμέριμνη και χωρίς να γνωρίζει πως η ζωή του ανθρώπου είναι βιβλίο και πως οι σελίδες του δεν είναι γραμμένες μόνο με το μελάνι της ευτυχίας…

Στα 1919 , κηρύσσεται ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Στην Προύσα , καταφθάνει ο Ελληνικός Στρατός . Οι Έλληνες πανηγυρίζουν, οι Τούρκοι ανησυχούν. Η οικογένεια της Ζεϊνέπ είναι έτοιμη , αν συμβεί κάτι, να εγκαταλείψει της αγαπημένη Προύσα ώστε να βρει καταφύγιο σε μια ήσυχη περιοχή που ο πόλεμος δεν θα έφθανε να τους αναστατώσει. Χρήματα είχαν πολλά. Ο πατέρας της μπορούσε να διαθέσει πολλές χρυσές λίρες για να φύγουν. Αυτά έχει ο πόλεμος ! Άλλοι έρχονται και άλλοι φεύγουν… Περίμεναν μήπως το κακό σταματήσει. Άκουγαν φήμες που προκαλούσαν ρίγη, φήμες που συνοδεύουν τους πολέμους και που σαν αρχή και τέλος τους έχουν το ανθρώπινο αίμα. Μα το αίμα του ανθρώπου , είτε Χριστιανού είτε Μουσουλμάνου το ίδιο δεν είναι;

Η Ζεϊνέπ, ένα απόγευμα , περπατώντας μαζί με την φίλη της, είδε να πλησιάζει κοντά τους μια παρέα στρατιωτών. Ένας- δυο, κοίταξαν περίεργα τα κορίτσια και είπαν κάτι στα Ελληνικά που οι ίδιες δεν το κατάλαβαν. Φοβούμενες τους στρατιώτες που τις πλησίαζαν, γύρισαν προς τα πίσω να απομακρυνθούν από κοντά τους. Σαν τις είδαν εκείνοι , κίνησαν πιο γρήγορα να τις φτάσουν. Πριν όμως τις προφθάσουν μια φωνή τους καθήλωσε ! Τα κορίτσια γύρισαν το κεφάλι και είδαν έναν νεαρό έφιππο Έλληνα αξιωματικό να φωνάζει και να χειρονομεί προς την μεριά των στρατιωτών που στην θέα του στάθηκαν προσοχή. Αφού τους φώναξε για τα καλά, έκανε νόημα στα δύο κορίτσια να φύγουν. Εκείνες ,άλλο που δεν ήθελαν, το έβαλαν στα πόδια και λίγο αργότερα βρισκόντουσαν ασφαλείς στην οικία της Ζεϊνέπ. Δεν έκαναν κουβέντα σε κανέναν για αυτό που έπαθαν. Συζητώντας για το γεγονός λίγο αργότερα, η φίλη της Ζεϊνέπ , της είπε πως όταν έτρεχαν σχεδόν για να φθάσουν στο σπίτι, εκείνη κοίταξε προς τα πίσω και είδε τον έφιππο αξιωματικό να τις ακολουθεί , σε αρκετή απόσταση βέβαια ,μέχρις ότου έφθασαν στο σπίτι. Η Ζεϊνέπ σκέφθηκε πως ο άνθρωπος αυτός είχε επέμβει και τις είχε βοηθήσει να ξεφύγουν από την παρέα των στρατιωτών. Ίσως- σκέφθηκε- να μας είχε ακολουθήσει για να δει αν φθάσαμε ασφαλείς στο σπίτι μας.

Λίγες μέρες μετά η Ζεϊνέπ βγήκε από το σπίτι να κάνει ένα μικρό περίπατο. Μόνη της αυτή την φορά , προχωρώντας συλλογίζονταν τα κακά που φέρνει ο πόλεμος στους ανθρώπους. Σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο να απολαύσει την ησυχία του απογεματινού της περιπάτου, όταν άκουσε πίσω της ένα απαλό χλιμίντρισμα. Γύρισε και είδε τον αξιωματικό που την βοήθησε τις προάλλες να την κοιτά χαμογελώντας. Εκείνη, απότομα σηκώθηκε φοβισμένη και έκανε να φύγει:

-Μην φοβάσαι, της είπε τότε εκείνος στην Τουρκική γλώσσα, δεν πρόκειται να πάθεις κακό.

Αν και η φωνή του ήταν ήρεμη, η παρουσία του τρόμαζε την Ζεϊνέπ. Όμως, πήρε το θάρρος και του μίλησε.

-Σας ευχαριστώ για την βοήθεια σας προχθές. Φοβηθήκαμε είναι η αλήθεια…

-Πώς είναι το όνομα σου; Την ρώτησε ο αξιωματικός.

-Ζεϊνέπ, απάντησε εκείνη χωρίς να τον κοιτάζει στο πρόσωπο. Το μόνο που έβλεπε, ήταν οι οπλές του αλόγου που κάπου ,κάπου τις κτυπούσε στο έδαφος αδημονώντας με την καθυστέρηση του αναβάτη του.

-Ζεϊνέπ , έτσι; Καλά το είπα; Ρώτησε ξανά ο αξιωματικός. Σημαίνει κάτι;

-Λουλούδι του παραδείσου, απάντησε διστακτικά η κοπέλα…

Ο αξιωματικός δεν μίλησε. Χαιρέτισε και κάνοντας στροφή, ίππος και αναβάτης απεχώρησαν ενώ η κοπέλα κίνησε να επιστρέψει στο σπίτι της. Την άλλη μέρα βρέθηκε με την φίλη της και της μίλησε για την συνάντηση της με τον Έλληνα αξιωματικό.

- Καλά ,τα Τούρκικα που τα ήξερε; Ρώτησε εκείνη με αμηχανία.

- Αυτό έχεις να με ρωτήσεις; Της απάντησε τάχα θυμωμένη η Ζεϊνέπ.

Έβαλαν τα γέλια και οι δύο και άλλαξαν την κουβέντα τους. Πέρασαν κάμποσες μέρες και παρά το ότι βγήκαν ξανά για βόλτα τα δύο κορίτσια, ο αξιωματικός δεν είχε φανεί. Σκεπτόταν η Ζεϊνέπ, αυτό ήταν καλό η κακό; Μπά! Απαντούσε στον εαυτό της, Καλό βέβαια! Τι δουλειά είχε να πιάσει κουβέντα με έναν άγνωστο άνδρα και μάλιστα Έλληνα στρατιωτικό; Όμως πάραυτα, δεν έβγαινε από το μυαλό της η ευγενική μορφή του, όσο τουλάχιστον είχε προφθάσει να δει στο σύντομο χρόνο της συνάντησης τους. Δεν τολμούσε να πει την σκέψη της στην φίλη της! Άμα δεν ήταν κακό που τον σκεπτόταν , έλεγε μέσα της. Στο κάτω – κάτω τις είχε βοηθήσει. Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν δεν είχε επέμβει εκείνος όταν τις πλησίαζαν οι στρατιώτες.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια μέρα κτυπά το χερούλι της πόρτας του σπιτιού . Άνοιξε η υπηρέτρια και είδε στο κατώφλι έναν στρατιωτικό να την χαιρετά και να την ρωτά αν μπορούσε να δει τον πατέρα της Ζεϊνέπ. Εκείνη, αφού έκλεισε την πόρτα πήγε και ρώτησε τον πατέρα που απορημένος για τον επισκέπτη του σπιτιού του, είπε στην υπηρέτρια να τον φέρει μέσα. Κοίταξε την γυναίκα του συλλογισμένος . Η Ζεϊνέπ εκείνη την ώρα , βρισκόταν πίσω στον κήπο του σπιτιού χωρίς να γνωρίζει την επίσκεψη του στρατιωτικού στο σπίτι της.

Η πόρτα άνοιξε ξανά και η υπηρέτρια οδήγησε τον στρατιωτικό μπροστά στους έκπληκτους γονείς της Ζεϊνέπ.

-Ποιος είστε κύριε; Άρχισε πρώτος την κουβέντα ο πατέρας. Η μητέρα είχε σταθεί πίσω του , σκεπάζοντας το κεφάλι της με το σάλι που φορούσε , συμφώνως με τα έθιμα που η μουσουλμανική θρησκεία επιτάσσει.

-Δεν με γνωρίζετε κύριε, είπε κάπως αμήχανα ο στρατιωτικός.

Ο οικοδεσπότης του έδειξε κάθισμα να καθίσει και όταν κάθισαν όλοι , επανέλαβε την αρχική του ερώτηση.

-Είμαι Έλλην αξιωματικός του στρατού. Ήρθα στο σπίτι σας ,σαν φίλος.

-Φίλος; Ρώτησε με κάποια δυσπιστία ο πατέρας.

-Μάλιστα κύριε. Ήρθα σαν φίλος να σας γνωρίσω από κοντά. Ξέρω πως η παρουσία μου εδώ σας προβληματίζει. Σας βεβαιώ όμως πως δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από την παρουσία μου αυτή.

-Φαίνεσθε καλός άνθρωπος, είπε ο οικοδεσπότης. Ωστόσο δεν μπορώ να καταλάβω τι σας έφερε στο σπίτι μου .

-Η κόρη σας η Ζεϊνέπ !

Στο άκουσμα του ονόματος της κόρης τους , οι γονείς τινάχθηκαν επάνω σαν να τους είχε κτυπήσει ο συνομιλητής τους….

-Πως είπατε; Η κόρη μου η Ζεϊνεπ; Και που την γνωρίζετε εσείς κύριε;

-Ηρεμήστε σας παρακαλώ, είπε ο στρατιωτικός. Σέβομαι και εσάς και την οικογένεια σας. Βλέπετε πως μιλώ την γλώσσα σας, την γνωρίζω από μικρό παιδί μιας και ο πατέρας μου είναι από την Σμύρνη, μεγαλέμπορος που δραστηριοποιείτε στην πόλη του Πειραιά. Τα τούρκικα τα μιλώ από παιδί. Σας είπα πως ήρθα σαν φίλος και το εννοώ αυτό. Συνάντησα την Ζεϊνέπ δύο φορές μόνον εκ των οποίων την μία της μίλησα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να έρθω να σας γνωρίσω και να σας πω, πως θέλω την κόρη σας για γυναίκα μου !

Κεραυνός να τους είχε κτυπήσει δεν θα είχαν μαρμαρώσει τόσο πολύ και οι δύο… Για λίγες στιγμές δεν μιλούσε κανείς… Πρώτος άνοιξε ξανά την κουβέντα ο αξιωματικός :

-Σας βεβαιώ για την ειλικρίνεια των προθέσεων μου κύριε. Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να σας προσβάλλω. Αισθάνομαι αγνά αισθήματα προς την κόρη σας και σας την ζητώ να μου την δώσετε για γυναίκα μου. Δεν θα της λείψει τίποτα ! Θα ζήσει δίπλα μου μια ζωή άνετη χωρίς να στερηθεί τίποτα.

-Τι λέτε κύριε! Αντέταξε ο πατέρας της Ζεϊνέπ. Ξεχνάτε πως είστε Χριστιανός και είμαστε Μουσουλμάνοι; Η εσείς πρέπει να γίνετε μουσουλμάνος η , η κόρη μου χριστιανή ! Το δεύτερο, να το βγάλετε από το μυαλό σας! Του είπε σχεδόν αγριεμένος ο πατέρας.

Ο αξιωματικός σταμάτησε ενώ πήγαινε κάτι να πει… Ο αιφνίδιος έρωτας του προς την νεαρά μουσουλμάνα δεν τον είχε αφήσει να σκεφθεί πως στην περίπτωση αυτή ούτε το Ευαγγέλιο ούτε και το Κοράνι συμφωνούσαν για γάμο μεταξύ αλλοθρήσκων… Όχι, αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει! Όσο και να αισθανόταν την αγνή αγάπη προς την νεαρά κοπέλα να τον συνθλίβει , δεν θα μπορούσε να αλλαξοπιστήσει για να την παντρευτεί. Σηκώθηκε από το κάθισμα του και κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση προς το μέρος των γονέων της Ζεϊνέπ είπε :’’ με συγχωρείται για την αναστάτωση που σας προκάλεσα ‘’ και αφήνοντας τους , εμβρόντητους έφυγε γρήγορα από το σπίτι. Βγήκε να αναπνεύσει καθαρό αέρα… Με γρήγορα βήματα απομακρύνθηκε από το σπίτι , μέσα στο οποίο αισθανόταν πως είχε αφήσει ένα μέρος της καρδιάς του.

Πίσω στο σπίτι , οι γονείς της Ζεϊνέπ, στέκονταν αμίλητοι κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Ζεϊνέπ, ανύποπτη για όσα είχαν συμβεί προηγουμένως μέσα στο σπίτι της. Είδε τον πατέρα της να την κοιτά αγριεμένος. Κατάλαβε πως κάτι κακό είχε συμβεί.

-Πού γνωρίζεις αυτόν τον Έλληνα που ήρθε μέσα στο σπίτι μας να σε ζητήσει σε γάμο; Την ρώτησε με έντονο ύφος ο πατέρας της! Αν δεν γνώριζε την σεμνότητα της κόρης του, θα είχε σηκωθεί να την κτυπήσει με τα ίδια του τα χέρια με τα οποία την κρατούσε στην αγκαλιά του στοργικά όταν ήταν μικρή.

-Πατέρα σας παρακαλώ, προσπάθησε η Ζεϊνέπ να τον ηρεμήσει και ξεκίνησε να του διηγείται το πως γνώρισε τον έλληνα αξιωματικό. Αρχικά , ο πατέρας την άκουσε με προσοχή όταν όμως τελείωσε, εκείνος απότομα την απέπεμψε από κοντά του στέλνοντας την στο δωμάτιο της. Η κοπέλα με κλάματα πήγε και κλειδώθηκε στο δωμάτιο της ενώ οι γονείς συζητούσαν το θέμα που τους προκάλεσε τόση ταραχή. Η μητέρα δεν τολμούσε να μιλήσει , άκουγε μόνο τον σύζυγο της ενώ μέσα της παρακαλούσε να μην γίνει κανένα κακό. Κάθε μάνα το ίδιο κάνει για τα παιδιά της… προσεύχεται !

Τις επόμενες μέρες , σαν να πήγαινε να ξεχαστεί το συμβάν … Ο πατέρας δεν μίλησε ξανά για το θέμα. Η Ζεϊνέπ δεν τολμούσε να τον κοιτάξει ούτε στα μάτια και από τον φόβο και από την ντροπή. Χωρίς να το θέλει είχε γίνει αιτία να στεναχωρηθούν οι αγαπημένοι της γονείς. Δεν το προκάλεσε όμως η ίδια. Που να γνώριζε την εξέλιξη αυτής της απροσδόκητης συναντήσεώς της με τον Έλληνα αξιωματικό που ούτε το όνομα του γνώριζε. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον ξαναδεί ! Αυτό που ήξερε ήταν πως ήθελε να περάσει αυτή η καταιγίδα που είχε κτυπήσει το σπίτι της….

Καμιά φορά ο χρόνος είναι αδυσώπητος καθώς τα γεγονότα που τον συνοδεύουν μεταφέρουν την εναλλαγή των συναισθημάτων της χαράς και της λύπης . Και για την νεαρά Μουσουλμάνα , ένα από τα πολλά γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή της ήταν ο αιφνίδιος θάνατος της μητέρας της , της Αισέ. Η καλοσυνάτη γυναίκα, η αρχόντισσα της Προύσας πέθανε ξαφνικά ένα πρωινό του 1919 και τάφηκε εκεί , στην όμορφη Προύσα αφήνοντας την αγαπημένη της οικογένεια στα χέρια του Θεού! Αφήνοντας πάνω από κάθε κληρονομιά στα παιδιά της , την καλοσύνη και την αγάπη με την οποία τα μεγάλωσε. Η Ζεϊνέπ, κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο της μητέρας της φρέσκα λουλούδια και τ’ απίθωνε στο χώμα που αναπαύονταν η Μάνα. Πολλές φορές της μιλούσε και θα ορκιζόταν πως άκουγε την μητρική φωνή να την αποκαλεί όπως όταν ήταν μικρή:’’ λουλούδι μου ! ’’

Κάποια μέρα που βρισκόταν στο μνήμα είδε ξαφνικά να εμφανίζεται ο Έλληνας αξιωματικός μπροστά της. Στάθηκε με σεβασμό μπρός στο μνήμα για λίγα δευτερόλεπτα και κοιτώντας την Ζεϊνέπ της είπε:

-Έμαθα για τον θάνατο της μητέρας σου και λυπάμαι πολύ ! Όλος ο κόσμος στην Προύσα είχε να πει τα καλύτερα λόγια για εκείνην. Σου ζητώ συγνώμη που έγινα αιτία να στεναχωρηθεί από την επίσκεψη μου στο σπίτι σας.

Η Ζεϊνέπ τον κοίταξε σαν χαμένη. Δυο δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο της στην σκέψη πως η μητέρα της ήταν το στήριγμα και το αποκούμπι της. Είχε βέβαια τον πατέρα και τα αδέλφια της όμως η μάνα είναι η μάνα! Και όσα χρόνια και να περάσουν όταν η μάνα φύγει, αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό ! Σηκώθηκε να φύγει. Ο Αξιωματικός της έπιασε ελαφρά το χέρι και εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε.

-Σε παρακαλώ , της είπε, έλα το απόγευμα στον δρόμο με τα δέντρα κοντά στο σπίτι σου, θέλω να σου μιλήσω, θα έρθεις ;

Εκείνη δεν απάντησε , τράβηξε το χέρι της και απομακρύνθηκε από τον Έλληνα. Φτάνοντας στο σπίτι της, κάθισε να συλλογισθεί τι έπρεπε να κάνει. Να πάει να τον δει ή όχι; Αν πήγαινε και την έβλεπε κανείς να μιλά μαζί του τι θα γινόταν; Αν πάλι δεν πήγαινε; Ήθελε να πάει και δεν ήθελε. Όμως η καρδιά ,συγκρούεται με την λογική την οποίαν ο άνθρωπος πολλές φορές αρνείται να ακολουθήσει. Η καρδιά της , της έλεγε να πάει και η λογική της το αντίθετο. Άκουσε όμως την φωνή της καρδιάς και έτσι το απόγευμα έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης με τον Έλληνα αξιωματικό. Εκείνος ήταν εκεί και την περίμενε.

-Ζεϊνέπ καλώς ήρθες ! της είπε ο νεαρός άνδρας.

-Καλώς σε βρήκα , του απάντησε μονολεκτικά και εκείνη.

-… Ήθελα από καιρό να σε βρω να σου μιλήσω και δεν μπόρεσα να το κάνω. Μετά ήρθε ο θάνατος της μητέρας σου και έτσι δεν δόθηκε η ευκαιρία. Ζεϊνέπ, σε λίγες μέρες φεύγουμε από την Προύσα για την Ελλάδα. Θέλω να σε πάρω μαζί μου!

Ζαλίστηκε το κορίτσι ακούγοντας τα λόγια του αξιωματικού.

-Ακούς τι λες ; Του είπε σχεδόν ενοχλημένη. Δεν ξέρω ούτε το όνομα σου, ούτε καλά ,καλά ποιος είσαι και μου ζητάς να αφήσω τα πάντα και να έρθω μαζί σου που; Σε έναν τόπο άγνωστο σε εμένα; Πως θα το κάνω αυτό και γιατί να το κάνω;

-Έχεις δίκιο να αντιδράς έτσι. Ονομάζομαι Αλέξανδρος Νούγιος και είμαι από τον Πειραιά , μια πόλη της Ελλάδας μεγάλη όσο και η Προύσα. Από την πρώτη στιγμή που σε συνάντησα Ζεϊνέπ αισθάνθηκα αγνή αγάπη για εσένα. Σε παρακαλώ, σκέψου το αν θέλεις. Εδώ τα πράγματα δεν είναι και τόσο καλά…. Ο πόλεμος είναι πόλεμος ! Δεν βλέπει τίποτα μπροστά του… Έλα μαζί μου σε παρακαλώ! Δεν θα στερηθείς τίποτα! Σου δίνω το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής και λέγοντας τούτο το αυτό , γονάτισε μπροστά στην άφωνη Ζεϊνέπ και βγάζοντας από την τσέπη του ένα δακτυλίδι της το προέταξε με το χέρι του. Την στιγμή εκείνη , η ζωή της Ζεϊνέπ άλλαζε για πάντα….

Η απόφαση της ήταν τελικά να ακολουθήσει τον Αλέξανδρο Νούγιο. Με πλοίο , ταξίδεψαν από την Κωνσταντινούπολη και έφθασαν στην Ελλάδα. Για την Ζεϊνέπ ήταν μια νέα ζωή. Ζούσαν σε ένα σπίτι στον Πειραιά , ένα σπίτι μεγάλο σαν το δικό της που είχε αφήσει στην αγαπημένη της Προύσα. Ο Αλέξανδρος ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Την αγαπούσε και την σεβόταν με όλη του την καρδιά και κείνη όμως του ανταπέδιδε αυτή την αγάπη η οποία εξάλλου την είχε οδηγήσει να εγκαταλείψει τα πάντα και να τον ακολουθήσει σε έναν τόπο άγνωστο για εκείνη. Τις Κυριακές ο Αλέξανδρος εκκλησιαζόταν στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ποτέ δεν της είχε πει να πάει μαζί του στην Εκκλησία. Βέβαια η Ζεινέπ όταν είχε καιρό διάβαζε σιγά- σιγά το βιβλίο που ο Αλέξανδρος είχε στο σπίτι του και επιγράφονταν Καινή Διαθήκη. Όταν τον είχε ρωτήσει τι ήταν αυτό , της είχε εξηγήσει πως ότι είναι το Κοράνι για το Ισλάμ είναι και το Ευαγγέλιο για τους Χριστιανούς.

Μάθαινε σιγά- σιγά τα Ελληνικά με την βοήθεια του Αλέξανδρου. Ήθελε να μάθει και να διαβάζει Ελληνικά. Όταν κάπως άρχισε να τα καταλαβαίνει και να διαβάζει- με δυσκολία βέβαια- ξεκίνησε να φυλλομετρά την Καινή Διαθήκη. Δεν τα καταλάβαινε όλα τα λόγια αλλά όσα καταλάβαινε της γλύκαιναν την καρδιά της. Όταν πήγαινε να ρωτήσει τον Αλέξανδρο να της εξηγήσει κάποια απορία που είχε διαβάζοντας του το κείμενο, εκείνος έσκαγε στα γέλια από την βαριά προφορά των Ελληνικών της. Και η Ζεϊνέπ ψευτοθύμωνε με τούτα τα καμώματα του Αλέξανδρου και το βαλε πείσμα να μάθει καλύτερα τα Ελληνικά ώστε να μπορεί να διαβάζει να μιλά και να γράφει χωρίς καμιά δυσκολία.

Πανέξυπνη κοπέλα δεν άργησε να τα καταφέρει και τα έμαθε ! Εξέπληττε καθημερινά τον Αλέξανδρο με την εξυπνάδα της και τον γοήτευε με την νοικοκυροσύνη της! Η πανέμορφη ανατολίτισσα δεν φτάνονταν στην νοικοκυροσύνη και στην καθαριότητα. Άστραφτε το σπιτικό τους από τα χέρια της. Άσε την μαγειρική της! Ποιος θα ΄τρωγε από τα μαγειρευμένα φαγητά της και δεν θα θαύμαζε την νοστιμιά τους. Ποιος θα δοκίμαζε τα θεσπέσια γλυκά του κουταλιού και δεν θα απολάμβανε την εξαίσια γεύση τους . Όμως η Ζεϊνέπ αναζητούσε την δική της τροφή , την τροφή της ψυχής της μέσα από τα κείμενα του Ευαγγελίου που διάβαζε καθημερινά. Γεννήθηκε μέσα της η επιθυμία να επισκεφθεί την Εκκλησία μαζί με τον Αλέξανδρο. Όταν του το ζήτησε , εκείνος παραξενεύθηκε άλλα δεν της το αρνήθηκε. Έτσι την Κυριακή πήγαν μαζί στον Άγιο Σπυρίδωνα όπου για πρώτη φορά στην ζωή της, η Ζεϊνέπ αισθάνθηκε μια γλυκύτητα να πλημυρίζει την ψυχή της. Παρακολούθησε την Θ. Λειτουργία έχοντας καλύψει την κεφαλή της όπως έκανε και η μητέρα της όταν προσευχόταν , όπως έκαναν και τόσες γυναίκες μέσα στην Εκκλησία. Προσευχόταν στον Θεό ! Αυτό ήξερε να κάνει από μικρό παιδί . Απλά τώρα επικοινωνούσε διαφορετικά με το Θείον. Αισθανόταν την φωνή του Θεού στην ψυχή της και αυτό το συναίσθημα την έκανε μετά από λίγο καιρό να ζητήσει από τον Αλέξανδρο να βαπτισθεί Χριστιανή. Ο Αλέξανδρος , δεν πίστευε στα αφτιά του. Ποτέ δεν είχε ζητήσει από την Ζεϊνέπ να ασπασθεί τον Χριστιανισμό. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό την ρώτησε :

-Είσαι σίγουρη πως θέλεις να γίνει κάτι τέτοιο; Γιατί θέλεις να το κάνεις; Επειδή είμαι εγώ στην ζωή σου; Επειδή μ’ αγαπάς;

-Για πες μου κάτι Αλέξανδρε, τον ρώτησε εκείνη. Πιστεύεις πως αν δεν ήθελα να φύγω μαζί σου από την Προύσα σήμερα θα ήμουν εδώ ; Όχι ! Με τον ίδιο τρόπο, πιστεύεις πως αν δεν ήθελα πραγματικά να βαπτισθώ , θα στο ζητούσα; Όχι ! Όταν διαβάζω το ευαγγέλιο, αισθάνομαι πως αυτά που γράφει , τα έκανα τόσα χρόνια χωρίς να τα γνωρίζω! Τώρα που τα διαβάζω αισθάνομαι πως θέλω πραγματικά να γίνω Χριστιανή ! Όχι Αλέξανδρε ! Δεν το κάνω για σένα, για εμένα το κάνω !

Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε για μια ακόμη φορά ,την πρώτη αγνή αγάπη με την οποίαν είχε αγαπήσει την Ζεϊνέπ , να κατακλύζει την ψυχή του. Κάποτε όταν του είπαν πώς πέρασε στον πόλεμο , εκείνος είχε απαντήσει : ‘’ ο πόλεμος έγινε αιτία να γνωρίσω την ειρήνη της καρδιάς μου ’’ και για τον λόγο του αυτό δεν μετάνιωσε ποτέ. Σύντομα η Ζεϊνέπ , βρέθηκε κατηχούμενη στον Άγιο Σπυρίδωνα , να γνωρίζει την Πίστη από τον ευλαβή λευκασμένο Ιερέα του Ναού . Ο σεβάσμιος Ιερεύς , εξεπλάγη από την πρώτη στιγμή με την Ζεϊνέπ, όταν την άκουσε να του λέει από στήθους ολόκληρα αποσπάσματα ευαγγελικών περικοπών! Οι όποιοι ενδοιασμοί του για την βάπτιση της Ζεϊνέπ , εξαλείφθηκαν μπροστά στην δικής της δίψα να γνωρίσει τον Χριστό. Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό του 1922, η Ζεϊνέπ βαπτίζεται Χριστιανή στον Άγιο Σπυρίδωνα του Πειραιώς και λαμβάνει το όνομα ‘’ Άννα’’ προς τιμήν της Θεοπρομήτωρος Αγίας Άννης ,αλλά και στην μνήμη της μητέρας του Αλέξανδρου που είχε κοιμηθεί ειρηνικά λίγα χρόνια πριν.

Η Άννα , μετ’ ολίγον παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Νούγιο εκεί, στην ίδια Εκκλησία που είχε δεχθεί το Βάπτισμα. Η ζωή του στρατιωτικού συζύγου της απαιτούσε την πολύμηνη απουσία του κάτι στο οποίον η Άννα ήταν συνηθισμένη. Τα θλιβερά γεγονότα του 1922 με την γενοκτονία του Ελληνικού πληθυσμού στην Ιωνία και τον εκπατρισμό χιλιάδων Ελλήνων από τον τόπο τους μάτωσαν την καρδιά της Άννας που έβλεπε για μια ακόμη φορά το οδυνηρό πρόσωπο πόλεμο να χωρίζει τους ανθρώπους. Πρώτη , στην περίθαλψη των προσφύγων στους προσφυγικούς καταυλισμούς ! Την ήξεραν όλοι με το μικρό της όνομα και η Άννα σαν άγγελος έτρεχε ανάμεσα τους να επουλώσει τα τραύματα των σωμάτων αλλά και των ψυχών των προσφύγων. Οι ιστορίες φρίκης που άκουσε από τα χείλη τους, σημάδεψαν ολόκληρη την ζωή της ! Πονούσε για τους ανθρώπους, μα Χριστιανούς , μα Μουσουλμάνους. Όμως ο πόλεμος είναι πόλεμος, χωρίζει, δεν ενώνει. Το 1919 ο Ελληνικός στρατός λίγα έκανε στους Τούρκους; Είπαμε, ο πόλεμος είναι πόλεμος και η Ιστορία είναι Ιστορία…

Περνούσαν τα χρόνια. Και κατά τις αρχές της δεκαετίας του 30’ ο Αλέξανδρος Νούγιος, αρρώστησε ξαφνικά. Οι πολλές ταλαιπωρίες που είχε υποστεί εξασθένησαν τον οργανισμό του. Η Άννα , κρατούσε το χέρι του όταν ο Αλέξανδρος της, την κοίταξε, της χαμογέλασε όπως τότε στην Προύσα και αφού της ψέλλισε ‘’σε ευχαριστώ’’ , άφησε την τελευταία του αναπνοή δίπλα της. Δεν την λύγισε ο θάνατος ! Τον έκλαψε τον σύζυγο της μέχρι το τέλος της ζωής της, αλλά όχι, ο θάνατος δεν την λύγισε γιατί πίστευε στην αιώνια ζωή. Παρακαλούσε το Θεό να αναπαύσει την ψυχή του , του έκανε όλα του τα μνημόσυνα και κάθε Σάββατο πήγαινε στην Εκκλησία το πρόσφορο με μια λαμπάδα καθαρό μελισσοκέρι για την ανάπαυση της ψυχής του Αλέξανδρου.

Όταν χήρεψε ήταν δεν ήταν 26 χρονών. Πολλοί την ζήτησαν σε γάμο, όμως εκείνη ευγενικά αρνήθηκε σε όλους. Αφοσιώθηκε στον Θεό και στον άνθρωπο. Όπου περίσσευε ο ανθρώπινος πόνος , η Άννα ήταν εκεί, να βοηθήσει, να ενισχύσει, να συνδράμει με κάθε τρόπο, από το περίσσευμα της καρδιάς της. Και πάλι όμως, ξανά ο πόλεμος μπροστά της, πιο απειλητικός από κάθε άλλη φορά…. Αυτός ο πόλεμος, θα σημάδευε για πάντα την ζωή και το σώμα της….

Η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα έφερε τον όλεθρο, τον θάνατο και την πείνα . Σκηνές τραγικές εκτυλίσσονταν καθημερινά! Μπλόκα ξαφνικά ,με τους δοσίλογους να δείχνουν με το χέρι και τους Γερμανούς να βουτάνε στο σωρό ανθρώπους που τους πήγαιναν για εκτέλεση. Παιδάκια τυμπανισμένα από την πείνα να εκλιπαρούν στους δρόμους για ένα κομμάτι ψωμί με μια απόκοσμη φωνή να βγαίνει από μέσα τους : ’’ πεινάααω! ’’ και μετά να πέφτουν κάτω νεκρά σαν τα πουλάκια στο καταχείμωνο …. Και κάθε βράδυ , απαγόρευση κυκλοφορίας, όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους χωρίς φώτα, χωρίς φωνή. Κάπου- κάπου άκουγες έναν πυροβολισμό και αμέσως δεκάδες μπότες να βηματίζουν γοργά στους σκοτεινούς δρόμους. Κατοχή !

Η Άννα, δεν έπαψε ούτε στιγμή να τρέχει κοντά στους πονεμένους. Προτιμούσε η ίδια να μείνει νηστική για να δώσει τροφή στα μικρά παιδιά της γειτονιάς της…. Που τα πλούτη , που τα μεγαλεία… Πάντα σκόνη, πάντα τέφρα, πάντα σκιά ! Και όμως . Με πολύ πίστη στο Θεό και αγάπη στον άνθρωπο - αυτό εξάλλου δεν είναι το ευαγγέλιο; -προσπαθούσε να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο. Πέρασαν έτσι τρία μαρτυρικά χρόνια και φήμες μιλούσαν για το τέλος της κατοχής...

Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1944… Κατά τις 12 το μεσημέρι η Άννα βρισκόταν στο κέντρο του Πειραιά , επιστρέφοντας στο σπίτι της… Ξαφνικά άρχισαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες….. Ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί στα καταφύγια… Έτρεξε και η Άννα μαζί…. Ήξεραν πως οι σειρήνες ηχούσαν ως προάγγελος θανάτου που ερχόταν από τον ουρανό ! Και ξαφνικά … Βόμβες άρχισαν να σκορπούν το θάνατο… Φωνές, κακό, τρόμος παντού. Από την μια στιγμή στην άλλη, οι άνθρωποι γίνονταν ματωμένα κουβάρια … Ένας απέραντος θρήνος, βοή, οι κραυγές που τις σκέπαζαν οι σειρήνες και οι εκρήξεις από τις βόμβες , η Άννα έτρεχε πανικόβλητη ώσπου αισθάνθηκε ένα πόνο και μετά…..

Ξύπνησε στο δωμάτιο του νοσοκομείου… Βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι ενός θαλάμου που είχε πολλούς τραυματισμένους μέσα. Κατά διαστήματα , ανθρώπινα βογκητά ακούγονταν από την μια έως την άλλη άκρη του θαλάμου. Μια νοσοκόμα έτρεχε από το ένα κρεβάτι στο άλλο. Γυναίκες που έκλαιγαν δίπλα στους ανθρώπους τους. Η Άννα αρχικά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν μπορούσε… Φώναξε την νοσοκόμα και την παρακάλεσε να την βοηθήσει να σηκωθεί…. Εκείνη της είπε :’’ περιμένετε να φωνάξω τον γιατρό’’ και εξαφανίστηκε.

Λίγο αργότερα ένας γιατρός μπήκε στο θάλαμο. Την πλησίασε και της είπε:

-Κυρία σας παρακαλώ μην κουνιέστε.

-Γιατρέ, βοηθήστε με να σηκωθώ και να περπατήσω , τον παρακάλεσε η Άννα.

-Πώς είναι το όνομα σας; Την ρώτησε ο γιατρός.

-Άννα Νούγιου, του απάντησε εκείνη.

-Κυρία Νούγιου…. Ο γιατρός σταμάτησε σαν να μην μπορούσε να μιλήσει…

-Τι συμβαίνει γιατρέ; Ρώτησε με αγωνία η Άννα.

-Πρέπει να φανείτε ψύχραιμη κυρία Νούγιου… Είχατε ένα σοβαρότατο τραυματισμό στον βομβαρδισμό…. Επιζήσατε ως εκ θαύματος … Όμως… ο τραυματισμός σας , κατέστρεψε τα κάτω άκρα σας και για να σας σώσουμε την ζωή αναγκαστήκαμε να τα αφαιρέσουμε….. Λυπάμαι πολύ κυρία Νούγιου…

Η Άννα, άκουσε με απίστευτη ψυχραιμία τα λόγια του γιατρού. Σε τέτοιο βαθμό που ο γιατρός χαμήλωσε τα μάτια του και αποχώρησε… Εξάλλου εκείνη την ώρα οι τραυματίες ήταν εκατοντάδες μέσα στο νοσοκομείο… Έκλεισε τα μάτια της και για μια στιγμή είδε τον Αλέξανδρο μπροστά της. Σήκωσε το σεντόνι και αυτό που είδε ήταν μισό σώμα…. Τυλιγμένη στις γάζες, είδε πως από την μέση και κάτω υπήρχε κενό ! Τα πόδια της ήταν κομμένα σχεδόν κάτω από την λεκάνη… Την ώρα που δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο της, έκανε το σημείο του σταυρού και ψιθύρισε : ‘’ Εσύ Κύριε έλα κοντά μου και στήριξε με στο βάρος του σταυρού μου !’’

Έπρεπε να συνηθίσει στην νέα πραγματικότητα. Θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής της δίχως πόδια… Άγγελος χωρίς φτερά ! Με την βοήθεια των νοσοκόμων προσπάθησε μετά από μέρες και στηρίχτηκε στο κρεβάτι της. Ένα αναπηρικό καροτσάκι , θα την συνόδευε μέχρι το τέλος της ζωής της. Όμως και πάλι, η Άννα, η πρώην Ζεϊνέπ δεν το έβαλε κάτω. Το ότι έχασε τα πόδια της , δεν σήμαινε πως έχασε και το χαμόγελο της. Μετά από ένα μήνα σχεδόν , βγήκε από το νοσοκομείο και προσπάθησε να συνεχίσει την ζωή της με την νέα πραγματικότητα. Και το κατάφερε ! Πέρασε ο πόλεμος έμειναν όμως τα σημάδια του στην Ελλάδα που ξανακτιζόταν μέσα από τις στάχτες της. Όπως ο Φοίνιξ , το μυθικό πτηνό που αναγεννάτε από τις στάχτες του ! Η Άννα, συνέχισε να προχωρά στην ζωή της. Χωρίς πόδια , αλλά με το χαμόγελο στα χείλη της.

Γύρω στα 1960, θέλησε μετά από τόσες δεκαετίες να ταξιδέψει ξανά , να πάει να δει την αγαπημένη της Προύσα. Και κίνησε ένα ταξίδι μόνη της, χωρίς πόδια, με το πλοίο για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για την Προύσα… Από τα τέσσερα αδέλφια της ζούσαν μόνο τα δύο… Έψαξε, τα βρήκε στο πατρικό της. Είδαν μια γυναίκα που δεν γνώριζαν , δίχως πόδια…

-Δεν έχουμε αδελφή, της είπαν ! Έχει πεθάνει μικρή….

Κατάλαβε η κυρ- Άννα. Χαμογέλασε μόνο με το γνωστό, μοναδικό χαμόγελο που μόνο αν πονάς πολύ μπορεί να έχεις, και κίνησε τον δρόμο της επιστροφής. Όμως πριν φύγει από τα χώματα της Προύσας πέρασε από τον τόπο που αναπαύονταν οι γονείς και τ’ άλλα δύο αδέλφια της. Ήθελε να γονατίσει στον τάφο της μανούλας της αλλά δεν μπορούσε. Έριξε μονάχα ένα τριαντάφυλλο πάνω στο μνήμα και της ψιθύρισε πόσο πολύ την αγαπούσε. Έπειτα , κίνησε να φύγει από την πατρίδα της την Προύσα. Κράτησε μόνο για πάντα στην καρδιά της τις εικόνες της πατρίδας της…

Πέρασαν τα χρόνια… Η κυρ- Άννα η ανάπηρη- έτσι την γνώριζαν όλοι στην γειτονιά της- ήταν ένα πρόσωπο αγαπημένο απ’ όλους. Ζούσε σε ένα χαμηλό σπιτάκι του Πειραιά, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της. Μόνη της συνέχιζε να μαγειρεύει τα πεντανόστιμα φαγητά της, μόνη της έφτιαχνε τα υπέροχα γλυκά του κουταλιού απ’ τα οποία ξεχώριζαν το πορτοκάλι και το τριαντάφυλλο , το αγαπημένο λουλούδι της που ξέχωρα τ΄ ονόμαζε λουλούδι του παραδείσου για την μεθυστική ευωδία του…

Η κυρ- Άννα η ανάπηρη , δεχόταν την αγάπη και την στοργή όλων όσων στο πρόσωπο της έβλεπαν ένα ξεχωριστό άνθρωπο , που η δύναμις της πίστεως, την έκανε να δίνει κουράγιο στους άλλους. Περίμενε πάνω στο κρεβατάκι της διαβάζοντας διάφορα βιβλία και όταν ερχόταν μια φίλη της, αδελφή της την έλεγε εκείνη, να της κρατήσει συντροφιά να την βγάλει βόλτα με το καροτσάκι της να ξεσκάσει, έφτανε η κυρ- Άννα σε κέφι και τραγουδούσε με μια υπέροχη φωνή, ανατολίτικη , ξέχωρα μελωδική. Και όταν τέλειωνε το τραγούδι της ψυχής της, κινούσε να διηγηθεί την ιστορία της, ξανά και ξανά ,ώστε ο μικρός εγγονός της φίλης της να κάθεται να την ακούει μαγεμένος από τις διηγήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Ποτέ δεν θέλησε να επιβαρύνει κανέναν. Ήθελε μόνη της να φροντίζει τον εαυτό της.

Πήγαινε με την βοήθεια της φίλης της στην γειτονική ενορία όπου μεταλάμβανε τακτικά των αχράντων μυστηρίων . Της άρεσε να βλέπει την ανατολή του ήλιου γιατί της έδειχνε κατά που ήταν η Προύσα. Σηκωνόταν νωρίς το πρωί και μονάχη της ανέβαινε στο καροτσάκι και έβγαινε να δει την ανατολή του ήλιου και τότε θυμόταν, θυμόταν , θυμόταν….

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η κυρ- Άννα είχε ξεπεράσει τα ογδόντα χρόνια ζωής. Έλεγε στην φίλη της: ‘’πόσο μου αρέσει η ανατολή του ήλιου’’. Έτσι θέλω να φύγω, να βλέπω την ανατολή και να πεθάνω! Η ανατολή , έλεγε, δείχνει την αρχή μιας ολάκερης πορείας. Και φέρνει φως! Πολύ φώς ! Ένα πρωινό, ξύπνησε ευδιάθετη όπως πάντα. Ανέβηκε στο καροτσάκι της και βγήκε να δει την ανατολή. Κοιτώντας με χαρά, ο νους της γύρισε στα περασμένα, στην Προύσα, στον αγαπημένο της Αλέξανδρο… και ο ήλιος κίνησε ν’ ανεβαίνει…. Λίγο αργότερα, η φίλη της έφθασε να την δει όπως έκανε σχεδόν κάθε πρωί. Η κυρ- Άννα η ανάπηρη, κάθονταν στην αναπηρική πολυθρόνα της κοιτώντας τον ουρανό με μάτια ανοιχτά και το ξεχωριστό της χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της….

του π.Θωμά Ανδρέου AMEN.GR

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναγνώστες