Από εφημερίδα της εποχής:
Δεινήν δοκιμασίαν διέρχονται ήδη αι σχέσεις της Πολιτείας με την
Εκκλησίαν. 36 Μητροπολίται ηγνόησαν χθες [16 Νοεμβρίου 1965] την
απόφασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας και τας κυβερνητικάς συστάσεις
και επροχώρησαν εις την πραξικοπηματικήν πλήρωσιν 4 κενών μητροπολιτικών
εδρών, εκ των οποίων δύο διά μεταθέσεως και δύο δι’ εκλογής.
Ο πρωθυπουργός κ. Στέφανος Στεφανόπουλος, καταδικάζων το μεσονύκτιον ως
πρωτοφανή, έκνομον και πραξικοπηματικήν την ενέργειαν, ετόνισεν ότι η
Κυβέρνησις θεωρεί ως νομικώς ανύπαρκτον την διαδικασίαν και θα απόσχη
της εκδόσεως των σχετικών Βασιλικών Διαταγμάτων. Και προσέθεσεν ότι η
Κυβέρνησις θα λάβη τα ενδεδειγμένα αυστηρά μέτρα προς αντιμετώπισιν της
καταστάσεως. Υστάτη κυβερνητική προσπάθεια προς αποτροπήν του
πραξικοπήματος, διά της αναβολής των εκλογών επί δεκαήμερον –μέχρις ότου
ψηφισθή το καταρτισθέν νομοσχέδιον– κατεβλήθη κατά την διάρκειαν
συναντήσεως του κ. Στεφανοπούλου μετά του υπουργού Παιδείας κ. Στέλιου
Αλλαμανή με τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών [Χρυσόστομον Β΄] και τους
συνοδικούς Μητροπολίτας Αργολίδος και Μυτιλήνης, την 10.30 π.μ.
Αλλ’ ο Αργολίδος Χρυσόστομος, ο οποίος είχεν οξείαν λογομαχίαν με τον κ.
πρωθυπουργόν, ετορπίλλισε την προσπάθειαν, διά να καταλάβη μετ’ ολίγον,
διά μεταθέσεως, την κενήν έδραν Πειραιώς. Απιστεύτου βιαιότητος σκηναί
διεδραματίσθησαν εις το συνοδικόν μέγαρον, όπου είχον συγκεντρωθή οι 36
αρχιερείς –ο μητροπολιτικός ναός εκλειδώθη υπό της αστυνομίας– και όπου
επιέσθη να προσέλθη ο Αρχιεπίσκοπος. Εν απουσία του υπουργού Παιδείας
και του κυβερνητικού επιτρόπου παρά τη Ιερά Συνόδω καθηγητού Αμίλκα
Αλιβιζάτου, οι 36 επροχώρησαν […]. Των εκλογών δεν μετάσχον 15 ιεράρχαι
[…].
ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
Παρά τας δυσμενεστάτας αντιδράσεις της Κοινής Γνώμης και τας αυστηράς
δηλώσεις του πρωθυπουργού, μετά το προχθεσινόν πραξικόπημα, η πλειοψηφία
των Μητροπολιτών συνέχισε και χθες [17 Νοεμβρίου 1965] την πλήρωσιν
[τεσσάρων εισέτι] κενών μητροπολιτικών εδρών.
Ο Μακαριστός Χρυσόστομος Α΄ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1909. Το όνομά
του, κατά κόσμον, ήταν Εμμανουήλ Ταβλαδωράκης. Το 1935 έλαβε το πτυχίο
της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και χειροτονηθείς, διετέλεσε Ιεροκήρυκας
της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Γραμματέας του Επισκοπικού Δικαστηρίου
της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου
Κωνσταντίνου Ομονοίας Αθηνών. Εκλεγείς ως Μητροπολίτης Αργολίδος το
1945, επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην πνευματική ανύψωση του λαού της
Μητρόπολης του, την ανέγερση Ιερών Ναών και την ανακαίνιση Ιερών
Μονών.Ιδιαίτερα διέπρεψε ως κήρυκας του Θείου Λόγου αφού διέθετε
καταπληκτική καισπάνια ρητορική δεινότητα.
Διετέλεσε κατ’ επανάληψιν μέλος της Ιεράς Συνόδουκαι εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στηνΡωσία κατά τους εορτασμούς της συμπλήρωσης 50 χρόνων από της ανάδειξης του Πατριάρχη Ρωσίας Αλεξίου. Αγωνίστηκε πολύ για την έναντι των ετεροδόξων διαφύλαξη της Ορθόδοξης πίστης, κατά τις διάφορες κινήσεις προσέγγισης των άλλων ομολογιών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επίσης συνέγραψε και ορισμένες θεολογικού και εποικοδομητικού χαρακτήρα μελέτες. Με την από 16η Νοεμβρίου 1965 απόφαση της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας μετατέθηκε στην νεοσύστατη Ιερά Μητρόπολη Πειραιά*. Στις 6 Αυγούστου του 1977 τελεύτησε τον βίο του, αφού ποίμανε ως καλός ποιμένας επί μία 12ετία το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας του Πειραιά.
Διετέλεσε κατ’ επανάληψιν μέλος της Ιεράς Συνόδουκαι εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στηνΡωσία κατά τους εορτασμούς της συμπλήρωσης 50 χρόνων από της ανάδειξης του Πατριάρχη Ρωσίας Αλεξίου. Αγωνίστηκε πολύ για την έναντι των ετεροδόξων διαφύλαξη της Ορθόδοξης πίστης, κατά τις διάφορες κινήσεις προσέγγισης των άλλων ομολογιών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επίσης συνέγραψε και ορισμένες θεολογικού και εποικοδομητικού χαρακτήρα μελέτες. Με την από 16η Νοεμβρίου 1965 απόφαση της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας μετατέθηκε στην νεοσύστατη Ιερά Μητρόπολη Πειραιά*. Στις 6 Αυγούστου του 1977 τελεύτησε τον βίο του, αφού ποίμανε ως καλός ποιμένας επί μία 12ετία το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας του Πειραιά.