Ἕνα θέμα πού προκαλεῖ φόβο καί στούς πιό δυνατούς εἶναι ὁ
θάνατος. Εἶναι μιά λέξη πού δέν θέλουν οὔτε κἄν νά ἀκοῦν. Εἶναι ὁμολογουμένως
μιά λέξη θλιβερή.Ὅμως μήπως τελικά ἡ μνήμη τοῦ θανάτου βοηθᾶ στήν σωτηρία τῆς
ψυχῆς; Εἶναι βέβαιο αὐτό διότι κρατᾶ τόν ἄνθρωπο χαμηλά, τόν κρατᾶ ταπεινό. Ὁ
θάνατος ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἀλήθεια καί τήν οὐσία τῆς ἐπίγειας ζωῆς,[1] πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό φθαρτότητα καί ματαιότητα. Ἔτσι,
θά λέγαμε ὅτι μέσα ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ θανάτου, ἡ ζωή ἔχει μεγάλο
νόημα ἀφοῦ ἀντιλαμβάνεται κάποιος τί ἀξίζει
καί τί ὄχι. Μέ τήν προσέγγιση αὐτή λοιπόν ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι πολύ ἐποικοδομητική.
Ὅμως καί κάπου ἀλλοῦ εἶναι σημαντική ἡ μνήμη τοῦ θανάτου.
Μᾶς θυμίζει τήν κρίση. Μᾶς θυμίζει ὅτι θά κριθοῦμε κάποια στιγμή γιά ὁλόκληρη
τήν ζωή μας καί αὐτό ἀποτελεῖ βασική ἀλήθεια τῆς Πίστης μας. Ἄν σκεφθοῦμε ἔτσι
περισυλλέγουμε τήν σκέψη μας καί τίς πράξεις μας καί ἀποφεύγουμε αὐτά πού
ξέρουμε ὅτι μᾶς ζημιώνουν πνευματικά. Κάποιοι εἰρωνεύονται τήν ἀλήθεια αὐτή
περί τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ καί μιλοῦν γιά ἕναν Θεό ἀγάπης πού δέν κρίνει ποτέ. Ὅμως
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως οἱ ἅγιοι Πατέρες
μας εἶπαν ξεκάθαρα: «Καί πάλι ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζώντας καί νεκρούς…».
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι μέχρι καί ἄνθρωποι πού λένε ὅτι δέν πιστεύουν στό Θεό,
τό βράδυ πρίν κοιμηθοῦν ἐξετάζουν, ἀνακρίνουν τόν ἑαυτό τους καί προσπαθοῦν τήν
ἐπόμενη ἡμέρα νά μήν ἐπαναλάβουν τά λάθη τους. Ἐμεῖς πιό πολύ νά κάνουμε αὐτό
τό ἔργο. Γενικά λέμε ὅτι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου βοηθᾶ στό νά ἐξετάζουμε τί εἴπαμε,
τί δέν εἴπαμε, τί κάναμε καί τί δέν κάναμε καί μέ αἴσθημα μετανοίας νά
πλησιάζουμε τό Θεό.
Τέλος, γιά τούς
χριστιανούς ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι κατάσταση πού δέν σχετίζεται μέ τήν ἀπογοήτευση
ἤ τήν κατάθλιψη. Εἶναι ἀγώνας καί ὄχι ἀγωνία! Σκέφτεσαι τόν θάνατο χωρίς φόβο ἀλλά
ὡς προτροπή σέ πνευματικό ἀγώνα. Δέν θά ξεχάσω τόν θάνατο ἤ καλύτερα τήν
κοίμηση ἑνός ἁγιασμένου γέροντα τῶν τελευταίων ἐτῶν. Πρόκειται γιά τόν γέροντα
Εὐμένιο Σαριδάκη, ἕναν εὐλογημένο ἱερομόναχο, πού διακόνησε γιά πολλά καί
συναπτᾶ ἔτη σέ νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Τό βράδυ μετά τήν κοίμησή του ἔγινε ἀγρυπνία
στό ναό τοῦ νοσοκομείου καί εἶχα τήν εὐλογία
νά πάω μαζί μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Τί βίωμα ἦταν αὐτό; Αὐτό δέν ἦταν κηδεία, ἦταν
πανηγύρι! Καί τό ἐννοῶ! Τό πρόσωπο νεκροῦ
ἄστραπτε ἀπό φῶς. Τά πρόσωπα τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν πνευματικῶν τέκνων τό
ἴδιο. Μιά ἀνεξήγητη εὐφροσύνη στήν ἀτμόσφαιρα. Μιά περίεργη χαρμολύπη στήν ὁποία
ὅμως νικοῦσε ἡ χαρά. Χαρά γιατί ἐνώπιόν μας νιώθαμε ὅτι εἴχαμε ἕναν άκόμα ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού
συναναστραφήκαμε, τοῦ φιλήσαμε τό χέρι, λάβαμε τήν εὐλογία του! Καί τώρα αὐτός ὁ
ἄνθρωπος γίνεται ἐκλεκτός πολίτης τοῦ Παραδείσου. Εἶναι οἱ στιγμές πού
καταλαβαίνεις ὅτι γιά τόν ἐνάρετο δέν ὑπάρχει θάνατος. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό: «
Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά
πεθάνεις ὅταν πεθάνεις»!