23 Νοεμβρίου 2014

Ἀπό τό « Γιατί Θεέ μου» στό «δόξα σοι ὁ Θεός»



Ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Ἀλήθεια, τί νά πεῖς σέ ἕναν γονιό πού πέθανε τό παιδί του; Πῶς νά ξεκινήσεις; Θά εἶναι ἄραγε δεκτικοί οἱ γονεῖς νά ἀκούσουν κάποιον πού θέλει νά τούς μιλήσει γιά τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ τους ἀλλά καί γιά  τόν θάνατο, τόν Θεό, τήν αἰώνια ζωή; Μάλιστα, ἄν αὐτός πού θά μιλήσει θά εἶναι ἕνας ἱερέας θά εἶναι πιό εὔκολα ἤ πιό δύσκολα τά πράγματα; θά γίνει δεκτός στό σπίτι αὐτό πού πενθεῖ; Ὅλα τά παραπάνω εἶναι μιά σειρά ἐρωτημάτων καί προβληματισμῶν συνάμα πού συνέχουν τήν ψυχή τῶν ἱερέων οἱ ὁποίοι ἐπιθυμοῦν νά συμμετέχουν στήν δυσκολία αὐτή τῶν πενθούντων ἐνοριτῶν τους. Μέ αὐτήν τήν διάθεση γράψαμε τό παρόν τεῦχος καί μέσω αὐτοῦ ἐπιθυμοῦμε νά μιλήσουμε διά τῆς γραφῆς γιά ὅσα εἶναι δύσκολο κάποιες φορές διά ζῶσης νά πεῖς. Κάποιες φορές ὁ γραπτός λόγος εἶναι πιό ἄμεσος ἀπό τόν προφορικό. Μακάρι ἔστω καί στόν ἐλάχιστο βαθμό νά βοηθήσει στήν ἀνακούφιση τῶν πονεμένων ψυχῶν ὅλων αὐτῶν πού δικαιολογημένα ὡς ἄνθρωποι θλίβονται καί νά προσφέρει μιά καινούργια αἰσιόδοξη ἀρχή χωρίς σέ καμμία περίπτωση θέλοντας νά σβήσει τό παρελθόν τό ὁποῖο ἄλλωστε εἶναι ἀδύνατο νά γίνει!

            Ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Κάθε ἄνθρωπος πού πατάει στήν εὐλογημένη γῆ πού ζοῦμε ἔχει μιά θεωρία περί αὐτῆς καί μιά πορεία ὅπως ὁ καθένας γιά τόν ἐαυτό του τήν διάλεγει. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού πιστεύουν στόν Θεό καί ἄλλοι πού δέν πιστεύουν ἤ ἔχουν δημιουργήσει ἕναν δικό τους Θεό. Ὅσοι ἔχουν λάβει τό χριστιανικό βάπτισμα ὁμολογοῦν ἀλήθειες καί ζοῦν σύμφωνα μέ τά ὅσα ὁ Χριστός ἔχει διδάξει καί διδάσκει σέ ὅσους τόν Πιστεύουν ὡς Θεό καί ἄνθρωπο. Ὡς χριστιανοί πιστεύουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ὡραία καί ἔχει νόημα μόνο κοντά στόν Θεό. Ὅπως τό ψάρι ἔγινε γιά νά κολυμπάει καί τά πουλιά γιά νά πετοῦν ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά ζεῖ μέ τόν Θεό, νά ἐνώνεται μαζί Του καί ἔτσι νά βρίσκεται καί στήν παρούσα καί στήν μέλλουσα ζωή. Φυσικά οιἱ χριστιανοί πιστεύουμε ὅτι ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση ξεκινοῦν ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί συνεχίζεται στήν ζωή μετά τόν θάνατο. Στήν Ὀρθοδοξία μας δέν μιλοῦμε γιά μέλλον μόνο ἀλλά καί γιά ἕνα πραγματικό καί δυναμικό παρών. Ὡς χριστιανοί πιστεύουμε ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν χάνεται ποτέ ἀλλά ὑπάρχει καί μετά τόν θάνατο. Τήν ψυχή αὐτή ὁ καθένας μας πρέπει νά τήν φροντίζει, νά τήν ἐπιμελεῖται καί νά μήν τήν ἀφήνει νά πεινάει, νά λιμοκτονεῖ. Νά φροντίζει νά εἶναι καθαρή καί ἔτοιμη νά συναντήσει τόν Χριστό ὁποιαδήποτε στιγμή. Γιατί αὐτό τό ξεχνᾶμε; Γιατί ἀφήνουμε νά μᾶς ὁδηγοῦν τά πράγματα στόν κόσμο; Γιατί δέν νοιαζόμαστε γιά τήν ψυχή μας;
Σέ μιά κατάσταση ἀνάστατη καί ἄνευ νοήματος ὁδηγοῦν οἱ ρυθμοί τῆς ζωῆς καί ἐμεῖς σάν τά καραβάκια βρισκόμαστε στά μανιασμένα κύματα. Γιατί δέν ψάχνουμε ἀπάγκιο; Ἕναν ἀσφαλή λιμένα;
῞Ενα ἀπό τά κύματα πού μποροῦν νά χτυπήσουνα αὐτό τό κααβάκι τῆς ψυχῆς μας εἶναι ὁ θάνατος καί μάλιστα ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ μας, τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συζύγου, τοῦ φίλου μας. Ὁμολογουμένως μεγάλο κύμα αὐτό, χτύπημα δυνατό! Τί κάνουμε ἄν αὐτό συμβεῖ στό δικό μας σπιτικό; Νά τά βάλω μά τόν Θεό; Νά πῶ γιατί Θεέ; Μᾶ ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε τόν θάνατο! Τό λέγει καθαρά ἡ Ἁγία Γραφή, « Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε».[1] Τότε ποιός εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θανάτου; Ὁ ἄνθρωπος! Ναί, ὁ ἄνθρωπος! Ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε ὁ θάνατος στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ παρακοή καί συγκεκριμένα ὁ ἐγωισμός τοῦ ἀνθρώπου ἔφερε τόν θάνατο στόν κόσμο! Ἄρα ἄς μήν λέμε ὅταν πονᾶμε «γιατί Θεέ;» ἀλλά «γιατί ἄνθρωπε;» 
Καί αὐτό πού λένε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπησε τό παιδί καί τό πῆρε;» Ὄχι ἀδελφοί μου δέν ξέρουμε τό σχέδιο γιά κάθε ψυχή, ἄς μήν τό λέμε ἔτσι. Ὁ Θεός θέλει ὅλοι νά ζοῦν καί νά χαίρονται τήν ζωή τους! Εἶναι Θεός τῆς ζωῆς καί τῆς χαρᾶς! Δέν θέλει νά βασανίζονται οἱ γονεῖς καί νά κλαῖνε στά φέρετρα τῶν παιδιῶν τους. Δέν δημιούργησε ἔτσι τήν πλάση καί τόν ἄνθρωπο, ὁ θάνατος μπῆκε σάν «φάλτσο» στήν ζωή μας γι᾽αὐτό πονάει. Καί ὅταν ὅμως ἔρθει ἐπάνω μας τό κύμα αὐτό τῆς ἀπώλειας ἀνθρώπου, καί μάλιστα νέου ἀνθρώπου ἄς προσπαθήσουμε νά πάρουμε κουράγιο ἀπό τόν Θεό μας καί τήν Παναγία μας ἡ ὁποία δέχθηκε στήν καρδιά της ρομφαία, σπαθί κοφτερό![2] Ἀλήθεια ἔχουμε σκεφθεῖ τή ὀδύνη τῆς Παναγίας; Πρόκειται γιά διπλό μαρτύριο. Ἀπό τήν μιά ἡ ἀγωνία τῆς λύτρωσης τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες καί ἀπό τήν ἄλλη ὡς μοναδικός σωτήρας ἀπό τήν πτώση αὐτή ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ της. Αὐτήν τήν μητέρα νά παρακαλᾶ ἡ πονεμένη γιά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της μάνα. Σέ ἐκείνη μπροστά νά γονατίζει καί νά προσεύχεται. Νά κλαῖει ἄν νιώθει καλύτερα, νά κλαῖει καί νά μιλᾶ στό παιδί της σάν νά βρίσκεται παρών τό παιδί της γιατί ἡ ψυχή του ὄντως εἶναι παροῦσα. Νά μήν ἀκούσει αὐτούς πού λένε ὅτι μέ τό κλᾶμα της ὅτι βαραῖνει τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ της. Νά κλάψει ἀλλά ὄχι καί ἀπαρηγόρητα. Νά ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν θεία παρηγορία καί τό ἔλεος Του. Ὄχι κατάθλιψη καί ψυχοφάρμακα ἀλλά προσευχή καί ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Στήν ἀρχή, τίς πρῶτες μέρες τό γεγονός εἶναι νωπό καί πολύ θλιβερό ἀλλά σύν τῶ χρόνῳ καί τήν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ἡ πληγή θά ἐπουλώνεται χωρίς ὅμως νά σβήσει ποτέ! Πάντα θά ὑπάρχει γιατί ἀπλά δέν θέλουμε νά ξεχνᾶμε τά ἀγαπημένα πρόσωπά μας, δέν πρέπει νά τά ξεχνᾶμε!
Μιά μητέρα, ἕνα πατέρας, πού τό παιδί του ἀναχώρησε γιά τά αἰώνια ἀφήνοντας τά μάταια, πρέπει νά φροντίσει κατά τό δυνατόν γιά τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ του. Νά κάνει ἐλεημοσύνες ἔστω καί ἀπό τό ὑστέρημα του, νά ζητᾶ ἀπό τούς ἱερεῖς νά μνημονεύουν τό ὄνομά του στήν θεία λειτουργία, νά τελοῦν τά τρισάγια καί τά μνημόσυνα γιατί αὐτά βοηθοῦν πολύ τήν ψυχή τοῦ κεκοιμημένου. Ἀλλά κυρίως νά ζοῦν κοντά στόν Θεό, νά Τόν ἀγαποῦν. Νά ἐξομολογοῦνται καί νά κοινωνοῦν τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του! Ἔτσι μᾶς συμβουλεύει καί μᾶς προτρέπει ὁ Χριστός στήν γνωστή παραβολή «τοῦ Πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου».[3] Τό πένθος μπορεῖ νά γίνει μιά ἀρχή προσδιορισμοῦ ὅλης μας τῆς ζωῆς! Νά γίνει ἀφορμή γιά πνευματικό ἀγώνα, γιά ἔνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό! Δέν θά ξεχάσω μιά μάνα πού σκοτώθηκε τό μονάκριβο παιδί της τήν ἡμέρα πού ἔλαβε τό πτυχίο του, δέν θά ξεχάσω τόν λόγο πού μοῦ εἶπε. « Πάτερ, ὅταν πέθανε τό παιδί μου βλασφήμησα τόν Θεό. Τόν θεώρησα ὑπεύθυνο γιά τήν δυστυχία μου. Δέν ἤθελα νά ἀκούω γι᾽Αὐτόν. Τότε ἦταν πού γνώρισα τόν πνευματικό μου πατέρα. Μέ βοήθησε πολύ, μοῦ μαλάκωσε τήν καρδιά, ἔσταξε βάλσαμο στήν πληγωμένη καί ὀργισμένη ψυχή μου! Περνοῦσε ὁ καιρός καί μιά γλυκεία παρηγορία ἄρχισε νά γεμίζει τήν ψυχή μου. Ἔνοιωσα ὅτι ἔχω νά κάνω ἔργο στήν ξεχασμένη ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες ψυχή μου! Τό παιδί μου δέν θέλει νά κλαίω ἀλλά νά ζῶ γιά νά βοηθῶ τόν διπλανό μου, νά προσφέρομαι σέ παιδιά ὀρφανά, σέ ἀσθενεῖς καί ἀνήμπορους ἀνθρώπους. Νά συντροφεύω γέροντες καί ἐγκατελειμμένους ἀνθρώπους. Ἔτσι συναντῶ μέχρι καί σήμερα τό παιδί μου, μέσω ἀπό αὐτές τίς πράξεις. Τό συναντῶ καί στήν θεία λειτουργία ὅταν τό μνημονεύει ἱερέας. Καί στήν προσευχή τό συναντῶ, νοιώθω τήν παρουσία του καί αὐτό μέ γλυκαίνει καί μέ δυναμώνει! Ἔτσι θά ζῶ μέχρι νά τό συναντήσω καί πάλι γιά νά μήν χαθοῦμε ποτέ! Νομίζω πῶς μπορῶ νά πῶ πλεόν « δόξα σοι ὁ Θεός», ναί ἀφοῦ ὑπάρχει ἀνάσταση « δόξα σοι ὁ Θεός»! Δόξα σοι ὁ Θεός καί στίς χαρές καί στίς λύπες!»
Ἀγαπητέ μητέρα καί πατέρα, ἀδελφέ καί φίλε, αὐτό θέλουν οἱ νεκροί μας ἀπό ἐμᾶς, αὐτό θέλει καί ὁ θεός!
Καλόν ἀγώνα, καλό κουράγιο!