Λατρεύουμε
πραγματικά τό Θεό;
Τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα μιά συγκλονιστική
περικοπή, ἡ ὁποία περιγράφει, μέ περισσή γλαφυρότητα, τόν πόνο τοῦ προφήτη γιά
τήν παρακμή τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ στήν ἐποχή του. Δέν ἀναφέρεται στό γενικό κακό, πού πλεόναζε
στήν κοινωνία ἐπί τῶν ἡμερῶν του, ἀλλά στό πῶς ἀσκούσαν τά λατρευτικά τους
καθήκοντα οἱ «πιστοί» ἄνθρωποι. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι ἀναγινώσκοντας τό κείμενο
αὐτό σήμερα συναντᾶς μεγάλες ὁμοιότητες ἤ καί ταύτιση μέ τήν νοοτροπία καί
συμπεριφορά κάποιων θρησκευτικῶν ἄνθρωπων τῆς ἐποχῆς μας. Καταρχήν παραθέτουμε
τό προφητικό κείμενο σέ μετάφραση[1]:
« Ἀκούσατε τόν
λόγον, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι δικός μου, ἀλλ᾽εἶναι λόγος τοῦ Κυρίου…Ἐάν φέρετε
σιμιγδάλι ὡς θυσία, εἶναι τοῦτο μάταιο καί ἀνωφελές. Τό θυμίαμά σας μοῦ εἶναι ἀηδές
καί σιχαμένον· δέν ἀνέχομαι τίς ἑορτές τῶν πρωτομηνιῶν σας καί τά Σάββατα καί
τήν μεγάλη ἡμέρα τοῦ Ἐξιλασμοῦ, τήν ἱερωτάτην αὐτήν ἑορτήν…Ὅταν ὑψώνετε τά
χέρια εἰς προσευχήν, θά ἀπομακρύνω μέ ἀποστροφήν τά μάτια μου ἀπό σᾶς. Καί ἐἀν
παρατείνετε τήν παράκλησίν σας καί πληθύνετε αὐτήν, δέν θά σᾶς εἰσακούσω, διότι
τά χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα ἀδελφικόν…γίνατε καθαροί, ἀφαιρέσατε τίς
πονηριές ἀπό τίς ψυχές σας…ζητήσατε μέ ὅλη σας τήν καρδιά τό δίκαιο, γλυτώσατε
αὐτόν πού ἀδικεῖται ἀπό τά χέρια τοῦ ἀδικοῦντος αὐτόν, ἀποδώσατε τό δίκαιον εἰς
τό ὀρφανόν καί δικαιώσατε τήν ἀδικουμένην χήραν…». [2] Γίνεται φανερό ὅτι ὁ προφήτης ἐλέγχει μέ δριμύτητα τήν ἀρρωστημένη
λατρεία τῶν συμπολιτῶν του. Οἱ Ἰουδαῖοι πίστευαν ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ
Θεοῦ καί ἔτσι θεωροῦσαν ὅτι προσφέροντας στό Θεό ὑλικά ἀγαθά εἶχαν τακτοποιήσει
καί τά τῆς ψυχῆς τους. Δέν τούς ἐνδιέφερε ὅτι στήν κοινωνία ἀδικοῦσαν τόν
συνάνθρωπο καί εἰδικά τίς εὐπαθεῖς ὁμάδες, ὅπως τίς χῆρες καί τά ὀρφανά. Ἀπό
τήν μιά, ἔκαναν ὅλα τά παράνομα καί ἀπό τήν ἄλλη ἡσύχαζαν τήν συνείδησή τους μέ
τίς δωρεές-προσφορές στό Θεό. Πρόκειται γιά μιά θρησκευτική παθογένεια, τήν ὁποία
ἕνας πραγματικός προφήτης, πού βίωνε τήν ἀλήθεια, δέν μποροῦσε νά ἀφήσει ἀπαρατήρητη.
Τούς μιλοῦσε μέ σκληρή γλῶσσα γιατί ἔτσι τό καλοῦσε ἡ ἐποχή. Ἔπρεπε κάποιος νά
τούς ἀφυπνίσει. Ἀλλά αὐτό πού κυρίως θίγει ὁ προφήτης εἶναι ὄχι τόσο τό λάθος
τους ἀλλά ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀμετανοησία τους. Πράγματι, εἶναι ἀπόφθευγμα
τῶν ἁγίων μας, τό νά σφάλλει κάποιος εἶναι ἀνθρώπινο, τό νά ἐμμένει ὅμως σ᾽αὐτό
εἶναι δαιμονικό. Τό προαναφερόμενο κείμενο καταλήγει σέ κάτι πολύ ἐνθαρρυντικό
καί παρήγορο. Μιλᾶ γιά τήν μετάνοια ὡς ὀρθή στάση ζωῆς καί λέει μέ βεβαιότητα πῶς
ὁ Θεός θά βοηθήσει αὐτόν πού θά τήν βιώσει στήν ζωή του. «Καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσουμε καί νά λογαριαστοῦμε, λέγει
ὁ Κύριος. Καί στήν περίπτωσιν ἀκόμη, πού οἱ ἁμαρτίες μᾶς θά εἶναι σάν τό ἐλαφρύ
κόκκινο χρῶμα, θά τό λευκάνω σάν τό χιόνι· καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ
κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο τῶν προβάτων μαλλί».[3]
Παρατηροῦμε πῶς οἱ προηγούμενες περικοπές ἐπιβεβαιώνουν
μιά μεγάλη καί βασική ἀλήθεια· ὅτι ὁ Θεός εἰσακούει τίς προσευχές τῶν
μετανοημένων γιά τά λάθη τους ἀνθρώπων ὅπως
ἐπίσης καί τῶν ἁγνῶν στήν ψυχή. Ἔτσι, ἐάν θέλουμε μέ σιγουριά νά εἰσακούσει ὁ
Θεός τήν δέησή μας γιά ὅλα αὐτά πού μᾶς ἀπασχολοῦν, ἄς βάλουμε καλύτερα τά
μικρά μας παιδιά νά προσευχηθοῦν. Τέτοιες καρδιές ἀγαπᾶ ὁ Χριστός καί γι᾽αὐτό ἔφερνε
αὐτά σάν παράδειγμα στίς ὁμιλίες Του.[4] Ἄς γίνουμε σάν τά παιδιά ἔστω καί ἄν ἡ ζωή ζητᾶ νά
γινόμαστε ἄγρια θηρία γιά νά ἐπιζήσουμε. Ἄλλωστε τό γνωρίζουμε καί ἀπό τούς
μακαρισμούς: «οἱ καθαροί τῆ καρδία θά δοῦν τόν Θεό».[5]
[1] Ἀπό τό ἔργο τοῦ
καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, Ἡ Παλαιά
Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας, Τόμος 16ος, Ἀθήνα 2002.
[2] Ἠσ. 1,10-17. (Κατά τόν καθηγητή Ἀθανάσιο Παπαρνάκη, ὡς πρός τόν χρόνο προέλευσης τοῦ
κειμένου αὐτοῦ ὑπάρχουν δύο ἀπόψεις : Α) Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν περίοδο τοῦ
συροεφραιμικοῦ πολέμου (736/5 π.Χ.) καί Β) κατά τήν περίοδο τῆς πολιορκίας τῆς Ἰερουσαλήμ
ἀπό τό Σενναχερείμ ( 701π.Χ.).
[5] Μτ.5,8.