02 Δεκεμβρίου 2014

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – ΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ



ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – ΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ὁμιλία ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ἔργα 11 Ε.Π.Ε - Ὁμιλία ΝΣΤ΄
«περί τῶν Ἁγίων καί Φρικτῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ»


          Ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι τά μυστήρια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας εἶναι ἑπτά (7). Ὡστόσο μερικοί Ἐκκλησιαστικοί Πατέρες ὑποστηρίζουν ὅτι «ἕνα» εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα σ’ αὐτό τελοῦνται ὅλα τά ὑπόλοιπα· πρόκειται γιά τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία).
Τό Μυστήριο αὐτό παραδόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό στούς μαθητές Του κατά τήν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ὁ Χριστός εὐλόγησε τόν ἄρτο καί τόν οἶνο καί εἶπε ὅτι τά δύο αὐτά κτιστά πράγματα (ψωμί καί κρασί) εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα μου. Προέτρεψε μάλιστα τούς μαθητές του νά τελοῦν τό Μυστήριο αὐτό στήν ἀνάμνησή Του. «Πῆρε τό ψωμί καί ἀφοῦ ἔκανε εὐχαριστήρια προσευχή, τό κομματίασε καί τούς τό ἔδωσε λέγοντας: αὐτό εἶναι τό σῶμα μου, πού παραδίνεται γιά χάρη σας· αὐτό πού κάνω τώρα, νά τό κάνετε στήν ἀνάμνησή μου».[1]
          Ἔτσι ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων μέχρι καί σήμερα ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, στό πέρας τῆς ὁποίας οἱ πιστοί προσέρχονται, γιά νά κοινωνήσουν τόν ἴδιο τό Χριστό, γιά νά μεταλάβουν δηλαδή τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι ἡ ἀνώτερη, πού μπορεῖ νά πραγματοποιήσει κάποιος πάνω στή γῆ. Γιά νά ἀποβεῖ ὅμως εἰς «ὠφέλειαν καί σωτηρίαν» τοῦ μεταλαμβάνοντος ἀπαιτεῖται προετοιμασία.
Στά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί εἰδικότερα στήν ΝΣΤ΄ ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, «περί τῶν Ἁγίων καί Φρικτῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ» γίνεται ἀναφορά στήν προετοιμασία αὐτή πρίν τή Θεία Κοινωνία.
Ὁ ἅγιος παρομοιάζει τήν ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ μέ τήν γῆ καί λέγει ὅτι, ὅπως ἡ γῆ, γιά νά ἀποδώσει καρπούς, θέλει προετοιμασία, ἔτσι καί ὁ πιστός, πού εἶναι λογική καί ἔμψυχη γῆ, πρέπει νά καλλιεργηθεῖ ἐσωτερικά. Κατά κύριο λόγο ἡ προετοιμασία αὐτή συνίσταται στό μυστήριο τῆς μετανοίας (ἐξομολόγηση) ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ἐξαγορεύσεως μερικῶν ἁμαρτιῶν σέ κάποιον ἐξομολόγο - ἱερέα, ἀλλά μέ τήν πραγματική καί οὐσιαστική ἀπόφαση νά ἐπανατοποθετήσει τήν ζωή του μέ γνώμονα τό Χριστό.
Γιά νά γίνει αὐτό στήν ψυχή, πού συμβολίζεται, ὅπως εἴπαμε, μέ τή γῆ, πρέπει νά τήν ἐπιμεληθεῖ ἕνας καλός γεωργός, ὁ πνευματικός πατέρας. Ὁ πνευματικός πατέρας, ὡς ἔμπειρος καί ἐπιστήμων στό λειτούργημά του, καλεῖται νά ἐξετάσει τή σύσταση τῆς γῆς καί νά τῆς χορηγήσει τά κατάλληλα λιπάσματα, προκειμένου νά καρποφορήσει.
Ἐπίσης ὁ πνευματικός Πατέρας, στά πατερικά συγγράμματα, παρομοιάζεται μέ θεράποντα ἰατρό. Καί αὐτό, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι νοσοκομεῖο.[2] Ὁ χριστιανός λοιπόν προσέρχεται στό νοσοκομεῖο (Ἐκκλησία) καί συναντᾶ τόν θεράποντα ἰατρό (πνευματικό - ἐξομολόγο), στόν ὁποῖο φανερώνει ὅλα τά τραύματα καί τίς πληγές τοῦ (πάθη- ἁμαρτήματα). Ὁ ἰατρός μέ τά μηχανήματα, πού διαθέτει (πείρα, χαρίσματα Ἁγίου Πνεύματος) κάνει τή διάγνωση καί χορηγεῖ τά ἀναγκαία φάρμακα (ἐπιτίμια). Στή συνέχεια παρακολουθεῖ τήν ἐξέλιξη τῆς πορείας (πνευματική ζωή) τοῦ ἀσθενοῦς (πνευματικοῦ παιδιοῦ) καί ἔχει τήν εὐθύνη γιά τήν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ (Κάθαρση - Φωτισμός – Θέωση).
 Ἄς σημειώσουμε ὅμως καί ἀκόμα δύο σημαντικά ζητήματα:
α) Ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πραγματοποίησης τῶν προηγουμένων εἶναι ἡ εἰλικρινής ὁμολογία τῆς ἀσθένειας (ἁμαρτωλότητας) τοῦ χριστιανοῦ. Γιά νά ἐπισκεφθεῖς τόν ἰατρό, πρέπει νά παραδεχθεῖς ὅτι νοσεῖς· ἄλλωστε ποιός δέν νοσεῖ!
β) Ὅπως, ὅταν ἔχουμε μία ἀσθένεια στό σῶμα, ἀπό τήν ὁποία ὑποφέρουμε, ψάχνουμε γιά ἐπιστήμονα – ἔμπειρο ἰατρό, πολύ περισσότερο γιά τή σωτηρία μας χρειάζεται νά ψάξουμε τόν καλύτερο ἀπό τούς ἰατρούς, ἔστω καί ἄν βρίσκεται μακριά, ἔστω καί ἄν ὑποβληθοῦμε σέ κόπους, γιά νά τόν συναντήσουμε. Ἄλλωστε «Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ».[3]
Ἡ προετοιμασία γιά τή Θεία Κοινωνία, ὅπως προαναφέραμε, εἶναι πολύ σημαντική διαδικασία. Ἡ μετάληψη τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά μᾶς βρεῖ προετοιμασμένους κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν.
Πάνω στό θέμα αὐτό, ἕνας ἄλλος μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναφέρεται στό θέμα τῆς προετοιμασίας γιά τή Θεία Κοινωνία χρησιμοποιώντας τό παράδειγμα τοῦ μύρου καί τοῦ χαλασμένου μυροδοχείου. Λέγει χαρακτηριστικά «μύρον γάρ δοχείω σαπρῶ οὐ πιστεύεται», «τό μύρο δέν ἀφήνεται σέ σαπρό δοχεῖο».
Ἡ πιό γνωστή προετοιμασία γιά τήν Θεία Κοινωνία (στήν ὁποία δυστυχῶς περιορίζεται ἡ προετοιμασία πολλῶν χριστιανῶν στίς μέρες μας) εἶναι ἡ νηστεία. Ἡ νηστεία δέν εἶναι «ἐφεύρημα – ἐπινόηση τῶν ἱερέων», ὅπως λέγεται, ἀλλά ἔχει τήν ἀρχή τῆς μέσα στόν Παράδεισο. Ὁ Θεός εἶπε ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου θά φᾶς, «ἀπό τό δένδρο ὅμως τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ νά μή φᾶς», «ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ».[4] Ἀλλά καί ὁ Χριστός τήρησε τή νηστεία! Τό ἴδιο ἔπραξαν καί οἱ μαθητές του, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ νηστεία δέν περιορίζεται μόνο στήν βρώση τῶν τροφῶν, ἀλλά καί στήν προσπάθεια ἀποφυγῆς ἁμαρτωλῶν πράξεων ἤ λόγων, πού πληγώνουν, ὅπως καί πονηρῶν λογισμῶν.
Τό θέμα τῆς νηστείας γιά κάθε πιστό, καθορίζεται προσωπικά μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει τόν ἑαυτό του, τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του καί ξέρει μέχρι ποιό βαθμό μπορεῖ νά ἀγωνισθεῖ. Πάντως βασική ἰδέα τῆς πατερικῆς γραμματείας εἶναι ὅτι πρέπει νά εἴμαστε «παθοκτόνοι καί ὄχι σωματοκτόνοι».
Ἀλλά καί στό Ἱερό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἀναφορά τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία σχετίζεται μέ τήν προετοιμασία τῶν πιστῶν γιά τή Θεία Κοινωνία. «Ὅταν προσφέρεις τό δῶρο σου στό ναό καί ἐκεῖ θυμηθεῖς πώς ὁ ἀδερφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστά στό θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ, τό δῶρο σου καί πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδερφό σου, καί ὕστερα ἔλα νά προσφέρεις τό δῶρο σου».[5]
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ὑποδηλώνει ὅτι ἀναγκαιοτάτη προϋπόθεση γιά τή Θεία Μετάληψη εἶναι ἡ ἀγάπη, πού θά πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀκόμα καί γιά τούς ἐχθρούς του. Ἀκούγεται δύσκολο καί πραγματικά εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι ἀκατόρθωτο.
Μία ἀκόμη σημαντική προϋπόθεση, πού οἱ Πνευματικοί Πατέρες ὁρίζουν, ὡς μέρος προετοιμασίας τοῦ χριστιανοῦ γιά τή Θεία Κοινωνία, τήν συνεχή ἐνθύμηση τῆς θείας Κοινωνίας στό νοῦ του. Ἀπό τό προηγούμενο βράδυ ὁ πιστός σκέφτεται τήν ὥρα πού θά κοινωνήσει. Λαχταρᾶ τήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας! Δέν πρέπει ἡ ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας νά εἶναι μία τυπική διαδικασία, ὅπως συμβαίνει γιά τόσες ἄλλες βιοτικές μας μέριμνες. Ἀλλά νά εἶναι ἀπόλαυση καί νά ἐπιφέρει πνευματική ἡδονή. Μᾶς προτρέπει νά εἶναι μία ὥρα μοναδική, καί εἶναι ὄντως μοναδική καί φοβερή ὥρα γιατί ὁ χωματένιος ἄνθρωπος ἐνώνεται μέ τό Δημιουργό του.
Στή συνέχεια τῆς ὁμιλίας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει ἀναφορά σέ μία βαρύνουσας σημασίας περικοπῆ τοῦ κατά Ἰωάννην Ἁγίου Εὐαγγελίου.
«Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος πού δίνει τή ζωή. Οἱ πρόγονοί σας ἔφαγαν στήν ἔρημο τό μάννα ἀλλά πέθαναν. Ὅποιος ὅμως τρώει ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτο πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, αὐτός δέν θά πεθάνει. Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί χαρίζει τή ζωή· ὅποιος φάει ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτο θά ζήσει αἰώνια. Καί ὁ ἄρτος τόν ὁποῖο θά δώσω ἐγώ εἶναι τό σῶμα μου, πού θά σᾶς προσφέρω γιά νά ζήσει ὁ κόσμος» καί στή συνέχεια πρόσθεσε, «Σᾶς βεβαιώνω: ἄν δέν φᾶτε τή σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καί δέν πιεῖτε τό αἷμα του, δέν ἔχετε μετοχή στή ζωή. Αὐτός πού τρώει τή σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου ἔχει ζωή παντοτινή, κι ἐγώ θά τόν ἀναστήσω τήν ἔσχατη ἡμέρα. Γιατί ἡ σάρκα μου εἶναι ἀληθινή τροφή καί τό αἷμα μου ἀληθινό ποτό. Ἐκεῖνος πού τρώει τή σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου, εἶναι ἑνωμένος μαζί μου, καί ἐγώ μ’ αὐτόν».[6]
Ἀπό τήν ἀνωτέρω εὐαγγελική περικοπή γίνεται φανερό ὅτι ἡ πίστη μας δέν εἶναι ἁπλῶς μία τυπική διαδικασία ἤ μία ἀτομική μας ὑπόθεση, ἀλλά εἶναι μετοχή, στό Σῶμα καί στό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό Μυστήριο αὐτό τελεῖται μέσα στούς ναούς μαζί μέ τά ἄλλα ἀδέλφια μας, πού εἶναι οἱ ἁπανταχοῦ Χριστιανοί τῆς Οἰκουμένης. Εἶναι φανερό ὅτι αὐτός, πού ἐπιθυμεῖ τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νά εἶναι συνεχῶς ἑνωμένος μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Πρέπει νά σημειώσουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός βρίσκεται παντοῦ, κάθε στιγμή πού τόν ἐπικαλεῖται ὁ πιστός, ἀλλά μόνο κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας μποροῦμε νά τόν «μεταλάβουμε», βρίσκεται «παρών» σωματικά.
Ὁ ἱερός Γρηγόριος μᾶς καλεῖ νά κοινωνοῦμε συχνά (ὄχι μία ἤ δύο φορές τό χρόνο), γιατί ἔτσι γινόμαστε σάρκα ἀπό τή σάρκα Του, ὀστοῦν ἀπό τά ὀστᾶ Του. Ἄς ὑπομνήσουμε ὅτι οἱ χριστιανοί τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κοινωνοῦσαν τρεῖς ἤ καί τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα. Καί μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ μοναχοί ἀλλά καί οἱ ἔγγαμοι, οἱ λαϊκοί. Μᾶς προτρέπει νά ἀναμίξουμε τό αἷμα μας μέ τό αἷμα Του, γιά νά ἀφανίσουμε τή φθορά, πού ὑπάρχει μέσα μας. Δέν κοινωνοῦμε ἐπειδή εἴμαστε ἄξιοι- ἄξιοι δέ θά γίνουμε ποτέ- κοινωνοῦμε, γιά νά συγχωρεθοῦμε. Σ’ αὐτό τό θέμα γίνεται μία μεγάλη παρεξήγηση καί ἔτσι οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀκοινώνητοι γιά πολλά χρόνια καί ἄρα μένουν μακριά ἀπό τό Τραπέζι τοῦ Πατέρα.
Τέλος, ὁ Ἅγιος, μᾶς καλεῖ ὄχι νά εἴμαστε προσεκτικοί μόνο πρίν τή μετάληψη τῶν Θείων δώρων, ἀλλά νά προσέχουμε τό βίο μας καί μετά ἀπ’ αὐτήν. Τά ἔργα μας νά εἶναι φωτεινά, νά ἀντέχουν στό φῶς τῆς ἡμέρας.
Ἄς σκεφτόμαστε, μέ ποιόν ἐνωθήκαμε! Μέ τήν Θεία Κοινωνία γινόμαστε θεοφόροι, χριστοφόροι, ναοφόροι! Καί μ’ αὐτήν τή σκέψη νά διαμορφώνουμε τή ζωή μας μετά τήν λήψη τῆς θείας τροφῆς. Ἄς προσπαθοῦμε καί πρίν καί μετά τή Θεία Μετάληψη νά ζοῦμε βίο Χριστοκεντρικό. Ἄς σταυρώσουμε τή σάρκα μας μαζί μέ τά παθήματα καί τίς ἐπιθυμίες της. «Ἄλλωστε ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν σταυρώσει τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό τούς μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του».[7]






Πρίν τή Θεία Κοινωνία, ὁ πιστός, μεταξύ ἄλλων, ἀναγινώσκει τά παρακάτω:

Εὐχή Ι´
(Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Πιστεύω, Κύριε, καί ὁμολογῶ ὅτι σύ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθών εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τό ἄχραντον Σῶμά σου καί τοῦτο αὐτό ἐστι τό τίμιον Αἷμα σου. Δέομαι οὖν σου· ἐλέησόν με καί συγχώρησόν μοι τά παραπτώματά μου, τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια, τά ἐν λόγῳ, τά ἐν ἔργῳ, τά ἐν γνώσει καί ἀγνοίᾳ, καί ἀξίωσόν με ἀκατακρίτως μετασχεῖν τῶν ἀχράντων σου μυστηρίων, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον. Ἀμήν.

Ἰδού, βαδίζω πρός θείαν κοινωνίαν. Πλαστουργέ, μή φλέξῃς με τῇ μετουσίᾳ· πῦρ γάρ ὑπάρχεις τούς ἀναξίους φλέγον· ἀλλ’ οὖν κάθαρον ἐκ πάσης με κηλίδος.

Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱέ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μή γάρ τοῖς ἐχθροίς σου τό μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας· ἀλλ’ ὡς ὁ ληστής ὁμολογῶ σοι· μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.

Θεουργόν Αἷμα φρίξον, ἄνθρωπε, βλέπων· ἄνθραξ γάρ ἐστί τούς ἀναξίους φλέγων. Θεοῦ τό Σῶμα καί θεοῖ μέ καί τρέφει· θεοῖ τό πνεῦμα, τόν δέ νοῦν τρέφει ξένως.

Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλά καταφλεξον πυρί ἀΰλῳ τάς ἁμαρτίας μου, καί ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοί τρυφῆς καταξίωσον, ἴνα τάς δύο σκιρτῶν μεγαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου.

Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; Ἐάν γάρ τολμήσω σηνεισελθεῖν εἰς τόν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καί δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπό τῶν ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τόν ρύπον τῆς ψυχῆς μου, καί σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος.

Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, μή εἰς κρῖμά μοι γένοιτο τά ἅγια ταῦτα διά τό ἀνάξιον εἶναί με, ἀλλ’ εἰς κάθαρσιν καί ἁγιασμόν ψυχῆς τε καί σώματος καί εἰς ἀρραβώνα τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας. Ἐμοί δέ τό προσκολλάσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου.

Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ….


Μετά τή Θεία Μετάληψη
         
Τό Σῶμά σου τό ἅγιον, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, γένοιτό μοι εἰς ζωήν αἰώνιον, καί τό Αἷμα σου τό τίμιον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Γένοιτο δέ μοι ἡ εὐχαριστία αὕτη εἰς χαράν, ὑγείαν καί εὐφροσύνην· καί ἐν τῇ φοβερᾷ καί δευτέρᾳ ἐλεύσει σου ἀξίωσόν με τόν ἁμαρτωλόν στῆναι ἐκ δεξιῶν τῆς σῆς δόξης, πρεσβείαις τῆς παναχράντου σου Μητρός, καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.

Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, τό φῶς τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, ἡ ἐλπίς, ἡ σκέπη, ἡ καταφυγή, ἡ παραμυθία, τό ἀγαλλίαμά μου, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἠξίωσάς με τόν ἀνάξιον κοινωνόν γενέσθαι τοῦ ἀχράντου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Υἱοῦ σου. Ἀλλ’ ἡ τεκοῦσα τό ἀληθινό φῶς, φώτισόν μου τούς νοητούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας· ἡ τήν πηγήν τῆς ἀθανασίας κυήσασα, ζωοποίησόν με τόν τεθανατωμένον τῇ ἁμαρτίᾳ· ἡ τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ φιλεύσπλαγχνος Μήτηρ, ἐλέησόν με, καί δός κατάνυξιν καί συντριβήν ἐν τῇ καρδίᾳ μου καί ταπείνωσιν ἐν τοῖς διανοήμασί μου καί ἀνάκλησιν ἐν ταῖς αἰχμαλωσίαις τῶν λογισμῶν μου. Καί ἀξίωσόν με, μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς, ἀκαταρκίτως ὑποδέχεσθαι τῶν ἀχράντων Μυστηρίων τόν ἁγιασμόν, εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος· καί παράσχου μοι δάκρυα μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, εἰς τό ὑμνεῖν καί δοξάζειν σε πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου· ὅτι εὐλογημένη καί δεδοξασμένη ὑπάρχεις εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν· φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καί δόξαν λαοῦ σου Ἱσραήλ.



[1] Λκ. 22,19
[2] Σημαντικές ἀναφορές στό θέμα αὐτό γίνονται στά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἰεροθέου.
[3] Μτ. 16,26
[4] Γεν. 2,17
[5] Μτ. 5,23-24
[6] Ἰω. 6,48-56
[7] Γαλ. 5,24