Πρόκειται για
ένα εξωκλήσι στην περιοχή της Καραθώνας χτισμένο την περίοδο της Α’
Ενετοκρατίας από έναν καπετάνιο που μετέφερε κρασί από κάποιο νησί του Αιγαίου
προς το Ναύπλιο, που ήταν τότε ένα μεγάλο λιμάνι και κέντρο εμπορίου προς την
Ευρώπη και την Ανατολή. Ο καπετάνιος με το πλοίο του
μπαίνοντας νύχτα στο λιμάνι έπεσε σε σφοδρή κακοκαιρία , μιας και το μέρος
εκείνο το πιάνει ιδίως τον χειμώνα ο καιρός , ο καπετάνιος τότε για να σωθεί
έταξε να φτιάξει μια εκκλησία σε εκείνο το μέρος αφιερωμένη στον προστάτη των
ναυτικών Άγιο Νικόλαο ,έτσι και έγινε ,το καράβι σώθηκε και ο καπετάνιος
πραγματοποίησε το τάμα του και έφτιαξε την εκκλησία και μάλιστα με πολύ κόπο
λόγω του δύσβατου της περιοχής, μάλιστα αντί για νερό την λάσπη την έφτιαξε με
κρασί...από τότε το εκκλησάκι στέκει αγέρωχο μέσα στους αέρηδες τα κύματα του
χειμώνα και κόντρα στα φυσικά φαινόμενα αλλά και Χάρη στις προσπάθειες του
εκκλησιαστικού συμβουλίου της ενορίας της Ευαγγελιστρίας Ναυπλίου. Καταφέρνει
μέχρι και σήμερα να είναι φύλακας άγγελος σε όλα τα πλοία που μπαίνουν στο
λιμάνι της πόλης. Για να πάει κανείς εκεί περπατά λίγα χιλιόμετρα μέσα από ένα
μονοπάτι και σαν όαση βλέπει το πανέμορφο αυτό εκκλησάκι .
Ο Άγιος
Νικόλαος γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και
πλουσίους και έτυχε επ ιμελημένης μόρφωσης. Όμως, σε νεαρή ηλικία έμεινε
ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί
στα Θεία, μετά την μετάβασή του στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο
Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε
ιερέας. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο κι έγινε ηγούμενος της Μονής
Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας,
οι επίσκοποι, δια θεϊκής αποκαλύψεως, αναγόρευσαν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.
Από την θέση
αυτή ανέπτυξε έντονη δράση και επεξέτεινε τους αγώνες του για την προστασία των
φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Προικισμένος με υψηλό χριστιανικό φρόνημα, θάρρος και ζωτικότητα εμψύχωνε τους
διωκόμενους (από τους Ρωμαίους) χριστιανούς, διωκόμενος και εξοριζόμενος και ο
ίδιος για τη στάση του αυτή.
Κατά τους
διωγμούς του Διοκλητιανού υπέστη βασανιστήρια. Όταν όμως ανήλθε στον
αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και
έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση,
ήταν προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας και έσωσε πολλούς ανθρώπους,
και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του.
Αναφέρονται
πλείστα θαύματα του Αγίου όπως η απελευθέρωση των τριών στρατηλατών, θεραπείες
νοσούντων και αποκαταστάσεις φτωχών.
Ο άγιος
Νικόλαος απεδήμησε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 343. Μετά την κοίμησή
του ονομάστηκε «μυροβλύτης», καθώς σύμφωνα με την παράδοση της χριστιανικής
θρησκείας, τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν άγιο μύρο, όπως και άλλων
αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα της Λυκίας έως και τον ενδέκατο
αιώνα, όπου το 1087 κάποιοι ναύτες τα αφαίρεσαν και τα μετέφεραν στην Ιταλία,
στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου. Λέγεται ότι
κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα
ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες
αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.
Η μνήμη του
γιορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και από την
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.