Ἡ «Χειροτονία» τοῦ Προφήτη
τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Μιά μορφή
«χειροτονίας» ἀπαντᾶ στό ἕκτο
κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Προφήτης Ἠσαΐας. Εἶναι τό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στό
περιστατικό τῆς κλήσης τοῦ Ἠσαΐα στό προφητικό ἀξίωμα. Ἄς θυμηθοῦμε τό κείμενο:
« Καί ἐγένετο τοῦ ἐνιαυτοῦ, οὗ ἀπέθανεν Ὀζίας
ὁ βασιλεύς, εἶδον τόν Κύριον ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου καί πλήρης ὁ οἶκος
τῆς δόξης αὐτοῦ…Καί ἀπεστάλη πρός με ἕν
τῶν Σεραφίμ, καί ἐν τῇ χειρί εἶχεν ἄνθρακα, ὅν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπό τοῦ
θυσιαστηρίου, καί ἥψατο τοῦ στόματός μου καί εἶπεν× ἰδού ἥψατο τοῦτο
τῶν χειλέων σου καί ἀφελεῖ τάς ἀνομίας σου καί τάς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ. Καί ἤκουσα τῆς
φωνῆς Κυρίου λέγοντος× τίνα ἀποστείλω καί τίς πορεύσεται
πρός τόν λαόν τοῦτον; Καί εἶπα× Ἰδού ἐγώ εἰμι× ἀπόστειλόν με».[1]
Ὁ Προφήτης μας στήν περικοπή αὐτή ἀφοῦ ἀξιώνεται νά δεῖ
τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καλεῖται νά Τόν ὑπηρετήσει. Πότε ὅμως γίνεται ἡ κλήση του; Ὅταν ὁμολογεῖ τήν ἀναξιότητά
του γιά μιά τέτοια ὑψηλή ἀποστολή. Τόν διακατέχουν δύο χαρακτηριστικά. Τό πρῶτο
εἶναι ἡ αὐτή ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀδυναμίας του, τῆς ἁμαρτωλότητάς του, γι᾽αὐτό καί
ἀναφέρει: « Ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι (ἔχει δηλαδή βαθύτατα συγκινηθῆ καί
συνταραχθῆ), ὅτι ἄνθρωπος ὤν, καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα
χείλη ἔχοντος ἐγώ οἰκῶ καί τόν βασιλέα Κύριον σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοίς μου».
Τό δεύτερο χαρακτηριστικό εἶναι ἡ
καρδιακή καί ὁλοπρόθυμη διάθεσή του νά προσφερθεῖ θυσιαστικά. Πράγματι, στό
κάλεσμα τοῦ Θεοῦ «τίνα ἀποστείλω καί τίς
πορεύσεται πρός τόν λαόν τοῦτον;» ἀπαντᾶ εὐθαρσῶς: «Ἰδού ἐγώ εἰμί× ἀπόστειλόν με». Αὐτά τά δύο στοιχεῖα, ὅταν ὑπάρχουν στίς καρδιές ὅσων ἐπιθυμοῦν
τήν ἀφιέρωση στό Θεό καί τήν προσφορά πρός τόν πλησίον, ἀποτελοῦν τήν βάση πού ἑδράζεται
ἡ ἐπιτυχία στό ποιμαντικό καί εἰδικά στό ἱεραποστολικό τους ἔργο. Ὅταν ἡ
ταπείνωση ἀπό τήν μιά καί ἡ θυσιαστική διάθεση ἀπό τήν ἄλλη κατακλύσουν τήν
καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀκούγεται καθαρά ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πού προτρέπει: «
Πορεύθητι καί εἰπόν τῷ λαῷ τούτῳ…».[2] Πήγαινε καί μίλησε στόν λαό, πές του τήν ἀλήθεια ἔστω καί
ἄν οἱ καρδιές τους ἔχουν «παχυνθῇ». Καί ὅσοι,
ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους ἔχουν σκληρύνει τίς καρδιές τους, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ
ἀπό κοντά Του καί αὐτοί ἔχουν τό δικαίωμα νά ἀκούσουν τήν ἀλήθεια.
Ὁ προφήτης μας, ἐκτός τῶν σχετικῶν προϋποθέσεων μιᾶς ὀρθῆς
ποιμαντικῆς διακονίας πού ἀναφέραμε, μᾶς διευκρινίζει καί ἕνα ἀκόμα σημαντικό
ζήτημα. Πρόκειται γιά κάτι πού αἰῶνες ἀργότερα θά ἐπισημάνουν μέ σαφήνεια οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Προφήτης βλέπει τόν ἀφιερωμένο ἀνθρωπο στό ἔργο τοῦ
Θεοῦ, τόν ἱερέα θά λέγαμε σήμερα, ὡς ἕναν θεράποντα ἱατρό τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν.
Αὐτό βέβαια κατ᾽ἐπέκταση ὑπονοεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο. Χρειάζεται προσοχή
σέ κάθε λέξη κατά τήν ἑρμηνεία τῶν
προφητικῶν λόγων. Ἔτσι, δέν λέει ὅτι ὁ ἱερέας θεραπεύει, ὁ πνευματικός
θεραπεύει, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ὁ ἰατρός, ὁ Ὁποῖος ὅμως χρησιμοποιεῖ
στό ἔργο Του τόν ἄνθρωπο πού ἔχει διαλέξει (τόν κληρικό). Πῶς τό ἀναφέρει τό κείμενο στήν
μετάφραση; «Διότι ἐχόνδρυνε καί ἐσκληρύνθη
ἡ καρδία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καί μέ τά αὐτιά τῆς ψυχῆς των ἤκουσαν βαρειά καί ἔκλεισαν
τά μάτια τῆς διανοίας των, μήπως ἴδουν μέ τά μάτια αὐτά καί ἀκούσουν μέ τά αὐτιά
καί μέ τήν καρδιά των ἐννοήσουν καί ἐπιστρέψουν μετανοοῦντες καί ἱατρεύσω αὐτούς».[3]
Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔχει νά ἀντιμετωπίσει τήν
«πώρωση» τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἔχει ταυτιστεῖ μέ τήν ὕπαρξη τους. Ὅμως δέν
χρειάζεται ἀπογοήτευση. Εἶναι καταλυτική ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν προσπάθεια αὐτή.
Εἶναι προσωπική ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιά τήν ζωή τοῦ καθενός. Ἔτσι, ὁ
καλεσμένος στό ἔργο τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τήν δύναμη καί τήν χάρη Του καί φέρνει εἰς
πέρας τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὅταν τό ἐπιθυμοῦν.
Ἡ περικοπή ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα πού ἀναφερθήκαμε μᾶς
δηλώνει ὅτι ἡ κλήση καί ἡ «χειροτονία» τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ὑπηρετήσει τό θεϊκό
σχέδιο δέν εἶναι μιά πράξη τυπική. Δέν εἶναι μιά τελετουργία μέσα σέ μιά ἀκολουθία
ἀλλά προϋποθέτει τήν προετοιμασία τοῦ ὑποψηφίου γιά τό ἔργο αὐτό μέ δύο κυρίως
στοιχεῖα: α) Τήν ἐπίγνωση τῆς μηδαμινότητάς του καί β) τήν βούλησή του γιά αὐτοθυσία
καί προσφορά τόσο πρός τόν Θεό ὅσο καί πρός τόν συνάνθρωπο.