Έφτασε και φέτος η μνήμη του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, εκείνου του γλυκού παπουδάκου που ανάπαυσε πολλές ψυχές, που απάλυνε τον πόνο χιλιάδων ανθρώπων που το είχαν ανάγκη.
Ευλαβικά για μια φορά ακόμη στο καθιερωμένο προσκύνημα μας στο Άγιο Όρος περάσαμε και φέτος από την Παναγούδα, εκεί που ο Όσιος έζησε τα τελευταία του χρόνια, σ΄αυτόν τον τόπο που έμελλε να μείνει χαραγμένος στην καρδιά πολλών ανθρώπων όπως και του ''Γ.''
Στο προσκύνημα μας στο ταπεινό κελάκι της Παναγούδας, που δεν άλλαξε και πολύ από τότε που ζούσε εκεί ο Άγιος συμπέσαμε με το προσκύνημα δυο άλλων ατόμων ενός από την Κρήτη κι ενός από το Άργος, ήρθαν παρέα μαζί στον Άγιο να αποδώσουνε την ελάχιστη τιμή...
Ένας από τους πατέρες του κελιού μας υποδέχθηκε, μας κέρασε το παραδοσιακό γλύκισμα του Αγίου Όρους, λουκούμι, μπήκαμε προσκυνήσαμε στον μικρό ναό του κελιού, οι πατέρες έκαναν προετοιμασίες, παραμονές εξάλλου του Αγίου.
Ένας εξ αυτών κάθισε μαζί μας μετά έξω στο υπαίθριο αρχονταρίκι, στα κούτσουρα, όπως και τότε έτσι και πριν λίγες μέρες άνθρωποι από διάφορα μέρη συναντήθηκαν σ αυτά τα κούτσουρα και στην μέση ένας μοναχός να μας νουθετεί λέγοντας μας γι άλλους τα αυτονόητα και για άλλους τον σπόρο προς καλλιέργεια...
Ο ένας εκ των δυο λαϊκών, αυτός από το Άργος μας μετέφερε μια ιστορία, μια εμπειρία ενός φίλου του που τότε στα χρόνια του Αγίου Παϊσίου πέρασε κι αυτός με μια παρέα να προσκυνήσει στο κελί και να συνομιλήσει με τον ξακουστό και ταπεινό γέροντα Παϊσιο.
Και η ιστορία που μας μετέφερε έχει κάπως έτσι:
Ο Άγιος τους υποδέχτηκε στην αυλόπορτα του κελιού,
- καλώς τα Αργειτάκια, τους λέγει, η παρέα προέρχονταν από το Άργος, εξ'ου και τα αποκάλεσε αργητάκια (δεν τον ξέρανε, δεν τους είχε ξαναδεί αλλά δεν τους έκαμε κι εντύπωση με τα τόσα που είχαν ακούσει για τον γέροντα) τους κέρασε λουκούμι από αυτά που είχε πάντοτε σε ένα δοχείο έξω από την αυλόπορτα για κάθε περαστικό, για κάθε επισκέπτη και τους λέγει πως θα τα πουν λίγο στην αρχή με τον ''Γ.'' και μετά θα τα πει και με τους άλλους.
Ο ''Γ.'' στην τσέπη του είχε ένα χαρτάκι που πάνω του είχε σημειωμένα διάφορα ζητήματα που τον απασχολούσαν και ήθελε να τα συζητήσει με τον γέροντα.
Δεν πρόφτασε να το βγάλει καθώς ο γέροντας του έπιασε την κουβέντα. Μια κουβέντα που ουσιαστικά απαντούσε ο γέροντας στα ζητήματα που είχε ο ''Γ.'' στο χαρτάκι μες την τσέπη του δίχως να τα έχει διαβάσει και δίχως να του τα έχει αναφέρει καν...
Κι εκεί κομπιασμένος ο ''Γ.'' σε ένα σημείο κι εφόσον όλα τα άλλα ζητήματα του είχαν απαντηθεί ανέφερε στον γέροντα τον καημό τον δικό του και της γυναίκας του.
Είχαν χρόνια που προσπαθούσαν να κάνουν παιδί μα δεν τα κατάφερναν και με όλο παράπονο ζήτησε από τον γέροντα να προσευχηθεί κι αυτός να τους ελεήσει ο Θεός χαρίζοντας τους κι σε αυτούς ένα παιδάκι.
Εκεί ο Γέροντας στέκει αντίκρυ στον ''Γ.'' και του λέγει:
- ''Γ.'' να σου πω, μα θα το αντέξεις;
- Πες μου γέροντα τι είναι του λέγει ο ''Γ.''
- να, η γυναίκα σου είναι έγκυος μα το παιδί θα γεννηθεί ανάπηρο. Μπορείς να το σηκώσεις αυτό; Θα έχεις την υπομονή;
Ο ''Γ.'' ταράχτηκε, συγκλονίστηκε, το χαμόγελο έδωσε την θέση του στην θλίψη και στην ταραχή, σκοτείνιασε το πρόσωπο του, η λαλιά του κόπηκε.
Κάπου εκεί ο γέροντας τον αφήνει συμπονώντας τον για λίγο και πηγαίνει μέσα στην εκκλησιά, μάλλον προσευχήθηκε και κάπου εκεί στην προσευχή πήρε πληροφορία...
Βγαίνει έξω και λέγει και πάλι στο ''Γ.''
- ''Γ.'' η γυναίκα σου θα το χάσει το παιδί, θα αποβάλει αλλά κάντε υπομονή με τον καιρό θα γίνει κι αυτό που τόσο ποθείτε. Έχετε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και όλα καλά θα πάνε.
Τα συναισθήματα του ''Γ.'' ανάμεικτα, μα και τι μπορούσε να κάμει; Παρά μόνο να δείξει εμπιστοσύνη στον Πανάγαθο Θεό.
Ο γέροντας μίλησε και με τα άλλα τα αργητάκια και σιγά σιγά τους ξεπροβόδησε μέχρι την συρματόπλεκτη αυλόπορτα του κελιού δίνοντάς τους ευχές.
Και πάλι όμως γύρισε προς τον ''Γ.'' και του λέγει για μια ακόμη φορά κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα βαθύ γεμάτο αγάπη αλλά και ουσία «εσύ ''Γ.'' να 'ρθεις να μου κάνεις τρισάγιο στον τάφο μου όταν θα ''φύγω''»
Ο ''Γ.'' δεν έδωκε και πολύ σημασία στα λόγια τα τελευταία του γέροντα, θεώρησε πως ο γέροντας εκδήλωσε μια επιθυμία αφότου πεθάνει να περάσει και βρίσκοντας κάποιον παπά να του κάνει ένα τρισάγιο στον τάφο του.
Φθάνοντας στις Καρυές η παρέα με τα αργητάκια ο ''Γ.'' πήγε και πήρε τηλέφωνο από το καρτοτηλέφωνο της πλατείας την σύζυγο του.
Με το που καταλαβαίνει η γυναίκα του ότι ο ''Γ.'' είναι από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής γεμάτη χαρά λέει στο ''Γ.''
- έχω ευχάριστα να σου πω ''Γ.''
- ξέρω, ξέρω της λέγει
- μα τι ξέρεις; Άσε με να σου πω, είμαι πολύ χαρούμενη
- ξέρω σου λέω, μην χαίρεσαι και πολύ της λέγει
- μα τι ξέρεις; Πώς; Να ''Γ.'' είμαι έγκυος πήγα στον γιατρό και μου είπε τα χαρμόσυνα.
- καλά, καλά θα τα πούμε και από κοντά όταν κατέβω , πρέπει να κλείσω της λέγει ο ''Γ.''
.....Ο καθένας μπορεί να φανταστεί νομίζω τα συναισθήματα αλλά και τις απορίες της κάθε πλευράς του της τηλεφωνικής γραμμής.....
Οι μέρες πέρασαν και τα αργητάκια έφυγαν από το Άγιο Όρος και επέστρεψαν στα σπίτια τους, έτσι και ο ''Γ.'' πήγε στο σπίτι και την σύζυγο του.
Εκεί έμελλε να επαληθευθούν τα λόγια του Γέροντα. Τις ημέρες από το τηλεφώνημα που είχαν όταν ήταν στο Άγιο Όρος έως την επιστροφή του στην οικεία του η γυναίκα του είχε αποβάλει και το παιδί χάθηκε....
Λίγα χρόνια μετά απέκτησαν παιδιά, ο δε ''Γ.'' αν και την περίοδο που είχε επισκεφτεί τον γέροντα δεν είχε λογισμούς να ιερωθεί, ο Θεός τα έφερε έτσι που ο ''Γ.'' κλιτεύθηκε και ιερώθηκε εκεί κοντά στα μέρη του.
Κάποια στιγμή επισκέφθηκε το μοναστήρι της Σουρωτής και όταν έφτασε μπρός τον τάφο του Αγίου Γέροντα η μνήμη του έφερε στο φώς τα τελευταία λόγια του Αγίου όταν τους αποχαιρετούσε και έτσι τέλεσε τρισάγιο στον τάφο του γέροντα Παϊσίου όπως του το είχε ζητήσει η μάλλον όπως του προείπε.
Ευλογημένα προσκυνήματα αυτά, γεμάτα ουσία αλλά και εμπειρίες και δεν είναι λίγα αυτα τα προσκυνήματα που τυγχάνει να σου μεταφέρονται και ιστορίες από το τότε.....
Πρέσβευε Άγιε του Θεού και υπέρ ημών των αναξίων...
Αμήν
Σπύρος Συμεών