Μπορείτε να επικοινωνείτε στο email

studiopressbg@gmail.com

12 Φεβρουαρίου 2020

Οθωμανική οπτική σχετικά με το 1821




Το μεγάλο κενό που υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία για την οθωμανική οπτική σχετικά με το 1821 αρχίζει να καλύπτεται. Η έκδοση του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, με τη μελέτη της Σοφίας Λαΐου και του Μαρίνου Σαρηγιάννη «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση» και τη γλαφυρή μαρτυρία του Γιουσούφ Μπέη, παρουσιάζει πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο την πρόσληψη της Επανάστασης από την οθωμανική πολιτική ελίτ. Θα ακολουθήσουν εκδόσεις οθωμανικών πηγών αλλά και συνέδρια, από το Ιδρυμα της Βουλής, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο κ.ά.



«Ιδού το επιμύθιο της ιστορίας: δεν είναι σωστό να αδιαφορείς για τους ενάντιους εχθρούς της πίστης. […] Διότι αυτή τη φορά, εκτός του ότι η προδοσία και απιστία του ρωμαίικου μιλλετιού δεν μπορεί διόλου να γίνει ανεκτή, δεν ενεργούν μόνο για την κατάληψη του τόπου· επιζητούν και την εξόντωση ολόκληρου του μουσουλμανικού πληθυσμού, φτωχών και πλούσιων. Το μέγεθος του τέλειου μίσους και της εχθρότητάς τους έχει γίνει φανερό από τις αχρείες πράξεις τους».

Μιλά ο Μοραβής (Μοραΐτης) Μιρ Γιουσούφ Μπέης, Οθωμανός αξιωματούχος, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ο οποίος εγκλωβίστηκε στο Ναύπλιο κατά την πολιορκία του από τους επαναστάτες και έμεινε αιχμάλωτός τους ώς την παράδοση του κάστρου τον Νοέμβριο του 1822, έπειτα από 22 μήνες αποκλεισμού, όταν πια η πείνα και ο τύφος είχαν φέρει τους κατοίκους του σε κατάσταση απόγνωσης.

Γιος του γεννημένου στο Ναύπλιο Αχμέτ Πασά Σαλλάμπας, βαλή στο πασαλίκι του Μοριά, ο Γιουσούφ Μπέης είχε μάνα Ελληνίδα που είχε αιχμαλωτιστεί κατά τα Ορλωφικά, και ταξίδεψε στην Πελοπόννησο για να ρυθμίσει θέματα σχετικά με φοροενοικιάσεις. Επειδή ήξερε ελληνικά και διατηρούσε κοινωνικές επαφές με Ελληνες, εκλέχτηκε ως πληρεξούσιος στην επιτροπή που διαπραγματεύτηκε με τους Ελληνες πρόκριτους τους όρους παράδοσης του μουσουλμανικού πληθυσμού.

Μετά τη συνθηκολόγηση (που σήμαινε μεταξύ άλλων, παράδοση οπλισμού αλλά και αγορά των οθωμανικών περιουσιών) μεταφέρθηκε με άλλους 500 ομόθρησκούς του στη Σμύρνη, κι έπειτα, «με υψηλή διαταγή στην Υψηλή Πρωτεύουσα». Εκεί, στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε μετά το 1828 να καταγράφει τις περιπέτειές του και την «αναστάτωση που συνέβη στη χερσόνησο» του Μοριά, όταν «οι αντάρτες ξέφυγαν από τα όρια της υποταγής».

Η μαρτυρία του, ανέκδοτη ώς τώρα στα ελληνικά, είναι η αμεσότερη, και σε κάποια σημεία η μοναδική, για τα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα. Μεταφράστηκε από τους ιστορικούς Σοφία Λαΐου και Μαρίνο Σαρηγιάννη, που την πλαισιώνουν με μια γλαφυρή μελέτη σχετικά με τις Οθωμανικές Αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση - Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά και κυκλοφόρησε μόλις από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ) που διευθύνει η Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου.

Η έκδοση συμπεριλαμβάνεται στην επετειακή σειρά «Ιστορική Βιβλιοθήκη 1821» η οποία χρηματοδοτείται από το Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη και εντάσσεται στη δράση «Πρωτοβουλία 1821-2021», υπενθυμίζοντάς μας το μεγάλο κενό που υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με την οθωμανική οπτική για το ’21. Ειδικότερα, η αυτοβιογραφική αφήγηση του «γραμματισμένου» Γιουσούφ Μπέη ξεχωρίζει ως «ego-document» σε δύο πεδία που τα επισημαίνουν οι συγγραφείς του τόμου.

Με τη συγκινησιακή της φόρτιση και την υποψιασμένη προσέγγισή της, διαφοροποιείται από τις εξιστορήσεις των επίσημων Οθωμανών ιστοριογράφων, των βακανουβίς –που δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το αυτοκρατορικό πολιτικό σύστημα ούτε τη «γραμμή» του Σουλτάνου– και, παράλληλα, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την «ιστορία των συναισθημάτων».

«Η αρχή των κινημάτων τους ήταν στα μέσα του μήνα Τζεμαζιουλέβελ του έτους 1236» γράφει ο Γιουσούφ Μπέης για το 1820. «Οι πολυθεϊστές άπιστοι έκαναν το Μοριά έρμαιο φόβου και φρίκης». Ο ίδιος δεν μιλά ποτέ για «Οθωμανούς» ούτε για «Τούρκους» αλλά μόνο για «μουσουλμάνους» ή «πιστούς». Η αφήγησή του ξετυλίγεται χειμαρρώδης π.χ. για τον ρόλο των «Μοσχοβιτών» και του Καποδίστρια στην υποκίνηση των επαναστατικών ενεργειών ή για τη «βοήθεια του κράτους της Αγγλίας που έχει θέση αργυραμοιβού της Ευρώπης», και αποτυπώνει διαβουλεύσεις, μηχανορραφίες, ελιγμούς, προδοσίες, αντίποινα (π.χ. αποκεφαλισμούς) κ.ά.

Παράλληλα, σχολιάζει χαρακτήρες και από τα δύο στρατόπεδα: τους «ιερείς» της Φιλικής Εταιρείας που φύτεψαν «το σπόρο της ανταρσίας σε όλους τους ραγιάδες», τον Αλή Πασά «με την υπεροψία Φαραώ», τον καϊμακάμη Σαλίχ Αγά της Τριπολιτσάς που έδειξε «ηλιθιότητα και απερισκεψία» και «προκάλεσε την εξόντωση περισσότερων από σαράντα χιλιάδες μουσουλμάνων», τους Ρωμιούς που ξέσκαψαν τα οστά και έσπειραν κριθάρι στο νεκροταφείο των μουσουλμάνων.

Επίσης μνημονεύει τον Σιροζλού Γιουσούφ Πασά που προστάτεψε την Πάτρα με σοφία «στέρεη και αντάξια του Πλάτωνα» (!), αλλά και τον δικό του υπηρέτη, τον καβάση Ντελή Μπεκίρογλου Μουσταφά, που, ενώ γίνονταν οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου, «υπέκυψε στο σαρκικό πάθος και μαζί με τον γιατρό του τόπου ξελογιάστηκαν με δυο ρωμιούς άπιστους» και δραπέτευσαν. Μια έμμεση επισήμανση πως η έκτακτη συγκυρία της επανάστασης επηρέασε την ιδιωτική, ερωτική ζωή χριστιανών και μουσουλμάνων...

Οταν ξεκινούν οι συνομιλίες για την παράδοση του Ναυπλίου στους «Ρωμιούς άπιστους», έχει προηγηθεί η καταστροφή της Χίου, οι επαναστάτες στον Μοριά έχουν καταλάβει την Τριπολιτσά, τη Μονεμβασιά και το Ναβαρίνο, και ο Γιουσούφ Μπέης βολιδοσκοπεί τον διορισμένο από τη Διοίκηση Υδραίο Γιοβάνη Ορλάνδο ο οποίος του δηλώνει ξεκάθαρα: «Από παλιά ήταν μέσα στο μυαλό του μιλλετιού μας και οριστικά αποφασισμένο, να βγούμε από το ζυγό του ραγιαδισμού και της υποταγής…»

Τι σημαίνει αυτή η αναφορά στην αφήγηση του Γιουσούφ Μπέη; Οπως σχολιάζει στην «Εφ.Συν.» ο Μαρίνος Σαρηγιάννης, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/ΙΤΕ, ειδικευμένος στην οθωμανική πολιτισμική ιστορία, στην ιστορία της οθωμανικής πολιτικής σκέψης και στην ιστορία των νοοτροπιών:

«Πέρα από την άλλη ματιά στα γεγονότα, που συχνά αναδεικνύουν την άγνωστη (αλλά, τελικά, αυτονόητη) ανθρώπινη πλευρά των αντιπάλων των επαναστατών, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο οι Οθωμανοί ιστορικοί αιτιολογούν την Επανάσταση. Για την οθωμανική ιστοριογραφία, ο ξεσηκωμός των “Ρωμιών ραγιάδων” είναι αποτέλεσμα και ένδειξη των αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού της Αυτοκρατορίας, αλλά και των μηχανορραφιών της Ρωσίας, του μεγάλου εχθρού της κατά την τελευταία εκατονταετία. Ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει ίσως το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους Οθωμανούς χρονικογράφους συμπεριλαμβανόμενου του Γιουσούφ Μπέη, αναγνωρίζουν ως κινητήρια δύναμη της Επανάστασης την ανάπτυξη εθνικής συνείδησης από τους Ελληνες, και την επιθυμία τους να ζουν ανεξάρτητοι, επιθυμία την οποία μάλιστα χαρακτηρίζουν “φυσική”. Στα κείμενα αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη ρευστότητα μεταξύ εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας, όπως την αντιλαμβανόταν η οθωμανική ελίτ: μια ελίτ που ακόμα παράπαιε μεταξύ θρησκευτικής και “πολιτικής” ταυτότητας (όντας επικεφαλής μιας πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής Αυτοκρατορίας), και που τελικά όφειλε εν μέρει στην Ελληνική Επανάσταση τα νοητικά εργαλεία που της επέτρεψαν, λίγες δεκαετίες αργότερα, να προωθήσει την ιδέα μιας δικής της εθνικής ταυτότητας, της τουρκικής».

Ο Γιουσούφ Μπέης ειδικότερα, αναφέρεται σε γεγονότα που δεν είναι άγνωστα στην ελληνική ιστοριογραφία. Μάλιστα, στις σημειώσεις της έκδοσης, αντιπαραβάλλονται τα πραγματολογικά στοιχεία της μαρτυρίας του με τις εξιστορήσεις ή τα απομνημονεύματα των Σπ.Τρικούπη, Μ. Λαμπρυνίδη, Φωτάκου, Παλαιών Πατρών Γερμανού, Κ. Δεληγιάννη, Φίνλεϊ κ.ά. για την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.

Ομως, όπως επισημαίνει ο Σαρηγιάννης, «οι πληροφορίες που δίνει έχουν μεγάλο ενδιαφέρον όσον αφορά την “άλλη πλευρά”, τα κίνητρα των αποφάσεών της και τον τρόπο που προσλάμβανε τις κινήσεις των επαναστατών. Η περιγραφή της πολιορκημένης Τριπολιτσάς λ.χ. φωτίζει τις ενδομουσουλμανικές αντιθέσεις. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι και η περιγραφή της πολιορκίας του Ναυπλίου, που δείχνει τους φόβους και τις ελπίδες των έγκλειστων, μερίδα των οποίων έφτασε να αποφασίσει ακόμα και Εξοδο από την πόλη (απόφαση η οποία τελικά δεν υλοποιήθηκε). Τέλος, η παρουσίαση των απόψεων μερίδας των επαναστατών, με τους οποίους είχε συνομιλήσει ο συγγραφέας, είναι διαφωτιστική για τις εσωτερικές διεργασίες των επαναστατών, όσο και να πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για την πιστότητα της μεταφοράς τους».


Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναγνώστες