Μπορείτε να επικοινωνείτε στο email

studiopressbg@gmail.com

14 Νοεμβρίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ (1770-1800).



Ανάμεσα στους πολύφωτους αστέρες που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και έλαμψαν με τη σθεναρή ομολογία και τη μαρτυρική τελείωσή τους για την αγάπη του Ιησού Χριστού κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται και ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρικώς τελειωθείς στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800 ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο λαμπρός αυτός γόνος της αγιοτόκου και αγιοσκεπάστου νήσου των Υδραίων, ο οποίος αναδείχθηκε το κλέος και το καύχημα των νεομαρτύρων, αλλά και το θείο εγκαλλώπισμα των νήσων της Ύδρας και της Ρόδου.

Ο γενναίος οπλίτης του Χριστού και αήττητος αθλητής της ευσεβείας, άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, γεννήθηκε στην εύανδρο νήσο Ύδρα το 1770 και συγκεκριμένα στη συνοικία της Κιάφας της πόλεως της Ύδρας από ευσεβείς γονείς που ονομάζονταν Μιχαήλ και Μαρίνα Δημαμά. Οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στο ιστορικό αυτό νησί του Αργοσαρωνικού τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη φίλτατη πατρίδα του και να αναζητήσει την τύχη του σ’ έναν νέο τόπο, ο οποίος θα του πρόσφερε επαγγελματική εξέλιξη και σταδιοδρομία. Έτσι παρά την άρνηση της μητέρας του, της Μαρίνας, να φύγει ο νεαρός Κωνσταντίνος από κοντά της, ελπίζοντας ότι ο Θεός θα βοηθούσε την οικογένειά της να ξεπεράσει τις αντιξοότητες της ζωής, εκείνος σε ηλικία δεκαοκτώ ετών φεύγει κρυφά για το ξακουστό νησί της Ρόδου με το σημαντικότατο εμπορικό λιμάνι.

Φτάνοντας στη Ρόδο συνάντησε δύο συμπατριώτες του, οι οποίοι εργάζονταν στον ροδίτη ναυπηγό Καμπούρη. Την επόμενη ημέρα άρχισε ο νεαρός Κωνσταντίνος να δουλεύει στον ταρσανά κάτω από τον ζυγό των Τούρκων, αλλά λίγο αργότερα αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει αυτή την εργασία και να βρει απασχόληση στο παντοπωλείο του Νικολάου Καλόγλου στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει Τούρκους, Εβραίους, Αρμένιους, αλλά και πολλούς ντόπιους. Χάρη στην εργατικότητα και την τιμιότητά του έγινε ιδιαίτερα συμπαθής στο αφεντικό του, ενώ μέσα από τις γνωριμίες που έκανε, απέκτησε φίλους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τούρκος Χασάν Κιρζά, ο οποίος του προξένευσε την αδελφή του, τη Μενιρέμ, για να την παντρευτεί. Μόλις όμως το αφεντικό του πληροφορήθηκε αυτό το γεγονός, τον απέλυσε από την εργασία του και έτσι ο Κωνσταντίνος έμεινε άνεργος.

Ένας όμως Τούρκος φίλος του μεσολάβησε στον Τούρκο ηγεμόνα Χασάν Καπιτάν για να προσληφθεί στην υπηρεσία του. Έτσι ο Κωνσταντίνος βρήκε εργασία στο σαράι, το οποίο ήταν το παλάτι του Τούρκου ηγεμόνα, ο οποίος του ανέθεσε να περιποιείται το αγαπημένο του άλογο, την Εσταφέτ. Σύντομα απέκτησε την εύνοια και τη συμπάθεια του Χασάν, γεγονός που συντέλεσε στο να απολαμβάνει επί τρία χρόνια μία άνετη και τρυφηλή ζωή με πολλές τιμές και απολαύσεις. Όταν μάλιστα νίκησε σε αγώνες σκοποβολής στο «τζιρίτι», στον μεγάλο διαγωνισμό κατά τη διάρκεια του Μπαϊραμιού, όπου χάρη στην επιτυχία του Κωνσταντίνου κέρδισε ο Χασάν, στήθηκε στο σαράι τρικούβερτο γλέντι. Τότε ο Τούρκος ηγεμόνας βρήκε την ευκαιρία και αφού μέθυσε τον νεαρό Κωνσταντίνο, κατόρθωσε να τον εξισλαμίσει. Στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε Χασάν και αφού υποβλήθηκε σε περιτομή, του φόρεσε το άσπρο σαρίκι.

Το θλιβερό γεγονός του εξισλαμισμού του Κωνσταντίνου έγινε γνωστό στους χριστιανούς φίλους του, αλλά και στη μακρινή πατρίδα του, την Ύδρα. Γι’ αυτό και όταν απέστειλε στη μητέρα του χρήματα με κάποιον γνωστό, εκείνη δεν τα δέχθηκε, αλλά τα σκόρπισε μέσα στη θλίψη και την απογοήτευσή της. Κάποια στιγμή αποφάσισε ο ίδιος να επισκεφθεί τη μητέρα του στην Ύδρα, αλλά φτάνοντας στο νησί ενδεδυμένος πλέον με τουρκική αμφίεση, αντιμετώπισε την περιφρόνηση και την απόρριψη των συμπατριωτών του. Όταν έφτασε στο πατρικό του σπίτι, η μητέρα του δεν τον δέχθηκε. Μάλιστα μέσα από την κλειστή πόρτα στην έκκλησή του να του ανοίξει, λέγοντάς της ότι είναι ο γιος της ο Χασάν που ήρθε από τη Ρόδο, εκείνη του απάντησε ότι δεν γέννησε κανέναν Χασάν, αλλά τον Κωνσταντίνο, γι’ αυτό και πρέπει να φύγει. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν τον δέχθηκε ούτε η νονά του, η οποία έσπασε το πήλινο δοχείο, από το οποίο είχε πιει νερό ο εξομώτης, φοβούμενη ότι θα μολυνθεί.

Συντετριμμένος από το τρομερό ολίσθημά του και αισθανόμενος βαρύτατη τη συνείδησή του, αφού είχε προδώσει την αμώμητο χριστιανική του πίστη, αναχώρησε για τη Ρόδο. Όσα χρήματα λάμβανε, τα μοίραζε στους φτωχούς, ενώ έκλαιγε απαρηγόρητος για την πνευματική συμφορά που τον είχε βρει. Μέσα από τη θλίψη και τις τύψεις που τον βασάνιζαν, αποφάσισε να μετανοήσει, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει για την αγάπη και τη δόξα Του. Γι’αυτό και στη Ρόδο αναζήτησε έναν πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε το βαρύτατο αμάρτημά του, ζητώντας συγχώρηση. Όμως στην ψυχοσωτήρια απόφασή του να ομολογήσει το όνομα του Χριστού, ο πνευματικός τον συμβούλεψε να φύγει από τη Ρόδο και να πάει σε μακρινό τόπο, διότι λόγω της νεαράς του ηλικίας δεν θα μπορούσε να αντέξει τα σκληρά βασανιστήρια, αφού υπήρχε ο κίνδυνος να αρνηθεί τον Χριστό για δεύτερη φορά. Ακολουθώντας ο Κωνσταντίνος την προτροπή του πνευματικού του, πέταξε την τουρκική του αμφίεση και αναχώρησε για την Κριμαία, όπου επιδόθηκε στην προσευχή και τη μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων ως γνήσιος χριστιανός. Από την Κριμαία αναχώρησε στη συνέχεια για την Κωνσταντινούπολη, όπου Πατριάρχης την εποχή αυτή ήταν ο μετέπειτα εθνομάρτυς άγιος Γρηγόριος ο Ε΄(1745 – 10 Απριλίου 1821). Μόλις έφθασε ο Κωνσταντίνος στη Βασιλεύουσα, αναζήτησε έμπειρο πνευματικό, στον οποίο με συντετριμμένη καρδιά εξομολογήθηκε το βαρύτατο αμάρτημά του, ενώ αποκάλυψε και τον διακαή του πόθο να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, ο οποίος αφού τον νουθέτησε πατρικά, τον συμβούλεψε να μεταβεί στο Άγιον Όρος για να ενισχυθεί πνευματικά και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Παράλληλα τον απέτρεψε στο να παρουσιασθεί ενώπιον του Τούρκου ηγεμόνα Χασάν και να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, φοβούμενος ότι θα δειλιάσει μπροστά στις απειλές και τα βασανιστήρια.




Έτσι ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και έχοντας μαζί του και μία συστατική του επιστολή, έφτασε περί το 1799 στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου έμεινε περίπου πέντε μήνες ασκούμενος στην προσευχή και κατευθυνόμενος πνευματικά από τους πατέρες της Μονής. Ιδιαίτερα συνδέθηκε πνευματικά με τον περίφημο παπα-Σέργιο της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, αλλά και με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος κατέστη ο αλείπτης του, αυτός δηλαδή που τον ενίσχυσε πνευματικά και τον προετοίμασε για να υποστεί το μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού. Στη Μονή Ιβήρων έλαβε το μοναχικό σχήμα και παρά τις προτροπές των πατέρων της Μονής να εγκαταβιώσει εκεί ως μοναχός, ζητώντας το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού, εκείνος πυρπολούμενος κυριολεκτικά από την αγάπη του για τον Χριστό, επιζητούσε το μαρτύριο. Έτσι έχοντας βιώσει τη μετάνοια μέσα από την προσευχή και την άσκηση και λαμβάνοντας τις ευχές των πατέρων, αλλά και τις ευλογίες της εφόρου και προστάτιδος της Μονής Ιβήρων, Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, επέστρεψε στη Ρόδο ως μοναχός, αποφασισμένος να ομολογήσει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.


Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναγνώστες