-Σύγχρονο Αναπλιώτικο διήγημα-
ΤΩ ΟΝΤΙ ,πόσο ἀληθινῶς πιάνουν οἱ εὐχές τοῦ Ἱερέως, κατά πώς βεβαιώνει καί ὁ λαός.
Καί μέ τήν εὐχή «Νά πεθάνει ὁ Χάρος» τήν ὁποία ἐξέπεμψα ἀγαλλώμενος κατά τό μεσονύκτι εἰς τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως καί παρορμώμενος ἀπό τό εὐφρόσυνόν της Ἀναστάσεως, παρευθύς τό δίχως ἄλλο λαμπάδιασε ἡ μαύρη κόμη τοῦ Γιώργη τοῦ Χάρου πού ἐστέκετο δίπλα Εἰκόνισμα τῆς Ἀναστάσεως …
* * *
Εἰσερχόμενος κατά τό ὑπομέλανο δειλινό τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς στόν ἀρχαιοπρεπῆ ναό τῆς Παναγιᾶς στ’Ἀνάπλι ἀντικρίζεις συνεπαρμένος τόν ἀνθοστεφή ἐπιτάφιο πού βρίσκεται στό κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ,καλυπτόμενος ἀπό ἑκατοντάδες πολύχρωμα δροσερά λουλούδια, , βαλμένα μέ τέχνη μοναδική μά καί μέ ἀκρίβεια ξεχωριστῆ ἀπό πιστούς πού ξενυχτήσανε τήν προηγούμενη νύχτα , στολίζοντας τόν μέ ὅτι πιό φιλόκαλλο ἀπέδωσε ποτέ τό ποθητό τό ἔαρ.
Τά ἀναρτηθέντα ἄνθη τοῦ ἀγροῦ μοσχοβολοῦσαν προχέοντας θέλγος καί βυθίζοντας τήν ψυχή σου σέ μυστικές ἐκστάσεις.
Δυό ξυλοφτιαγμένα ἀγγελάκια , καθισμένα στήν κορυφή τοῦ ἐπιταφίου, θρηνοῦν ἀγκαλιασμένα σάν ἀδελφάκια καί προσβλέπουν στήν Παναγία τῆς κόγχης ,ὅπου ἡ ρομφαία τῆς λύπης τῆς ἔχει κατασχίσει τήν καρδιά καί τήν παρηγοροῦν καί τῆς λέγουν :
«Σύρε Μητέρα στό καλό καί στή καλή τήν ὥρα,
Καί τόν Υἱόν σου νά τόν καρτερεῖς αὔριο τό βράδυ,
Ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιές καί ψέλνουνε παπάδες.»
Στό παλαιό δεξί Ψαλτήρι ὁ Γιώργης, ὁ κατά τό χωρατόν Χάρος, μήν ἀποφεύγοντας καί ἐκεῖνος τήν συνήθεια νά ὀνοματοδοτοῦν εἰς τήν ἐπαρχίαν ,μέ παρατσούκλια ,ἔκτοτε ἐνοχλητικά. Ἄνθρωπος ἁγνόψυχος,ἀπερίεργος,ἁπλούς καί ἀσύνθετος ἀπό πονηράδα , διαβάζει μέ βαθιά σοβαρή καί νοηματική φωνή τά ἀναγνώσματα σαρκώνοντας ὅλο τό πνεῦμα τῶν ἁγίων ἡμερῶν. Τώρα ἔχει φθάσει αἰσίως τά ἑξήκοντα πέντε του ἔτη.Ὅμως ἀπό μικρό παιδί, ἀπό ὅσο θυμᾶται τόν ἑαυτό του, φοιτᾶ ἐρέτης Χριστοῦ καί τῶν παθῶν Τοῦ στό γλυκό τοῦτο λιμανάκι τῆς Παναγίας.
Σχεδόν κοντός μέ μαῦρο γένειον καί κόμη καί μέ μεγάλα ζωηρά μάτια, φορᾶ ἕνα πεπαλαιωμένο ράσο ἐπιχρισμένο ἀπό ἀποστάγματα κεριῶν, ἐνῶ στή μέση εἶναι ζωσμένος μέ μία στρατιωτική ζώνη. Ἐάν τόν βλέπεις καί δέν τόν ξέρεις τόν ἐκλαμβάνεις μέ βεβαιότητα ὡς δόκιμο μοναχό πού ἐξῆλθε στό μέτωπο γιά νά ἀνδροκαλέσει μαχώμενος τούς ἐξαπωδούς.
Παρότι πλέον κατοικεῖ ἐν Ἀθήναις καί τό πενιχρόν μά τίμιον βαλάντιό του δέν τό ἐπιτρέπει,τό’χεῖ κάνει τάξιμο στόν Θεό νά ἔρχεται ἀπό τήν Ἀθήνα μέ τό μηχανάκι-μέ ἥλιο καί βροχές- προσφέροντας, σάν ἄλλος Ἰωσήφ ἐξ’Ἀριμαθαίας, τίς φιλότιμες ὑπηρεσίες του στόν Ναό γιά τοῦτο τό ἱερό τριήμερο.
Μάλιστα τό πρωί ,στίς ἀκολουθίες τῶν Ὠρῶν , ἔχει δίπλα του, στό ψαλτήρι καί ἕνα φλιτζάνι καφέ Ἑλληνικοῦ μέ ὀλίγη , ἀπαραίτητο γιά νά τόνε ξυπνᾶ ὕστερα ἀπό τό ξενύχτι τοῦ Ἐπιταφίου.
Θεοσεβής καί νοσταλγός παλαιῶν εὐλαβικῶν ἐποχῶν. Παιδόψυχος στ’ἀλήθεια κάμνοντας τό ἐκκλησίασμα πολλάκις νά δακρύζει καί κλαίει ἀπό συγκίνηση, μά ἐμᾶς, Ἱερείς καί ψάλτες, ἐξ ἀντιθέτου, ἀπό γέλια μήν μπορώντας νά βάλουμε τελειωμό στό νευρικό ἀνατρανισμό πού συνεπαίρνει ἀκόμη καί τά κορμιά μας ἀπό τίς καλές καί γεμάτες χάρη ἀπροσεξίες τοῦ καλοκάγαθου Χάρου.
Εἶναι ἀπόλαυσις ψυχῆς νά τόν ἀκούεις νά ἀναγνώθει μέ βαθειά φωνή κι’ εὐλάβεια ,συγκίνηση μά καί κλαυθμούς σάν παιδιοῦ πού τοῦ πήρανε τό παιχνιδάκι τοῦ ,τά ἱερά ἀναγνώσματα …Τόν Ἰωνᾶν πού ἔρεγχε ἐπί τοῦ πλοιαρίου ,τό κῆτος πού τόν καταβρόχθισε ,τήν κολοκύνθη πού ηὐξήθη μά καί πάλιν ἐξηράνθη ,τούς τρεῖς νεανίες στήν φωτιά πού δροσιζόντουσαν θαυμαστῶς ..τόν Ναβουχοδονόσορα ὠρυόμενο καί ἀπειλοῦντα…
Δέν κατέχω γιατί τοῦ ἔδωσαν τοῦ Γιώργη τούτο τό παρατσούκλι. Οὐδείς γλυτώνει ἀπό παρατσούκλια στίς μικρές τοπικές κοινωνίες .Τρόπος γιά νά περνᾶ ἡ καθημερινότητα εὐχάριστα καί μέ ἐνδιαφέρον,ζεστά καί ἐξατομικευμένα καί ὄχι ἀποπροσωποιημένα ἀφοῦ τινά παρατσούκλι ἕνας μονάχα ἔχει ἐνῶ Γιάννηδες καί Παπαδόπουλοι ἄπειροι.
Ἴσως τά μαῦρα του μαλλιά καί γένια πού ἐκεῖνο τό σωτήριον ἔτος ἔμελε νά λαμπαδιάσουν καί ἁρπάξουν φωτιά ἀπό παρακείμενη λαμπάδα;
Μά καί πώς ἠδύνατο ἀκόμη καί ὁ …. Ἱεροψάλτης τοῦ Γλυκυτάτου Ναοῦ μας νά ἀποφύγει τόν γέλωτα ἀφοῦ μέ ὅλα τά νηπιακά καμώματα τοῦ Χάρου δέν μπορεῖ εἰσέτι νά λησμονήσει ὅταν πρίν πολλά ἔτη, στήν ἐθνική ὁδό Ἀθηνῶν Πατρών,εἶχε συναντήσει ξάφνου καί ἀπροσδόκητα τόν Χάρο στήν ὑπηρεσία τοῦ ὄντως Χάρου σάν δούλευε μεροκάματο εἰς τινά γραφεῖο τελετῶν.
Εἶχε προκληθεῖ ἀτύχημα μέ τήν νεκροφόρα,εὐτυχῶς ὄχι θανατηφόρο, καί εἶχε πεταχθεῖ μαζί μέ τό φέρετρο ὁ δύστυχος ὁ ἀποθαμένος κυλώντας γοργόφτερος στήν πρασινόφυτη κλιτύ τοῦ βουνοῦ πρός τήν θάλασσα.
Ἔτσι, ὅπως ἐβεβαίωσε ὁ Χάρος ως συνοδηγός, ὁ κοιμηθεῖς ἐπέθανε δυό φορᾶς . Ὅμως κατεφέρανε καί τόν βρήκανε εἰς τήν σύδενδρη κατωφέρια καί ἔτσι γλύτωσε ὁ φουκαράς καί ἀπό τρίτον θάνατο.
Μά ἔκαμε καί ἄλλες πολλές ἐργασίες γιά νά βγάλει τό μεροκάματο τίμια καί ἐργατικά.
Δούλευε στόν Σκαραμαγκά ,στά ναυπηγία ,ἐκαθάριζε τίς ὑψικαμίνους κρεμασμένος σάν ἀετόπουλο ἐπάνω σέ τεντωμένα σχοινιά …ἔκαμε πολλές καί βαριές δουλειές γιά νά καταφέρει, ὅπως τώρα θρηνολογεῖ, νά λάβει μία συνταξούλα τῶν 500 εὐρώ ἀπό τό Δημόσιον ἔστω καί ἄν ἔχει στό ἱστορικό του πολλά καί βαρέα ἔνσημα. Κάποτε, φιλοτελιστής τίς καί τμηματάρχης τοῦ Δημοσίου ἐξεπλάγη μέ ἕνα παλαιό μικρότατο σπανιότατο ἔνσημο πού εἶχε ἐπιζωγραφισμένο ἐπάνω τοῦ μία παλαιά ὑψικάμινο ὅπου ξεδιακρίνονταν ἀκόμη καί τά τοῦβλα της.
-Βρέ ποῦ τό βρῆκες αὐτό;τόν ρωτοῦσε.Χρόνια καί ζαμάνια ἔχω νά δῶ τέτοια,Μοῦ τό πουλᾶς;
-Ἐσύ σαί φιλοτελιστής μά ἐγώ ἀγαπῶ τήν εὐτέλεια Του Χριστοῦ.Ἄστο καϋμένε νά τό ἔχω ν’ἀναθυμοῦμαι πόσες φορές μέ ἔσωσε ἡ Παναγία ἀπό τοῦτα τά καμίνια πού ἀνέβαινα σάν τούς τρεῖς παῖδες στήν Κάμινο τῆς Βαβυλώνας.
Κάποτε ,σέ μία ἄλλη Ἀνάσταση ,καί λίγο πρίν βάλουμε τό «Εὐλογημένη» , ὁ Χάρος ἔχασε τίς αἰσθήσεις τοῦ προλαβαίνοντας να καθίσει εὐτυχῶς εἰς τινά καρέκλα τοῦ Ἱεροῦ. Εἶχε χλωμιάσει ἐπιθανατίως.Ὅλοι φοβηθήκαμε , ἐφωνάξαμε τό ἀσθενοφόρο καί ἐνῶ αὐτό δρομαίο κατέφθασε φώναζε μοιρολογώντας ἡ κυρα-Κατίνα καθήμενη ἔξω τοῦ Χρυσοστόλιστου Τέμπλου:
-Πέρνουνε τόν Χάρο…Παίρνουνε τόν Χάρο!
Μέ τήν εὐλογία ὅμως τῶν Ἁγίων Λειψάνων οὐ Ὁσίου Ἀρσενίουτου Καπαδόκου πού εἶχα ἐπάνω εἰς τήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀφοῦ τόν ἐσταύρωσα τρεῖς φορᾶς ἐπανήλθε και ἀνέστη ο Χάρος ὡς ὁ Λάζαρος .
Ἤθελε ὁ εὐλογημένος νά κάμει τριήμερο ἀλάδωτο ἀπό τήν Μεγάλη Πέμπτη ὡς τό Πάσχα, ἔστω καί ἄν ἔπαιρνε φάρμακα διά τᾶς ποικίλας αὐτοῦ ἀσθενείας.Λάτρης θερμός καί ἀνυπόκριτος πού ἄν καί κατ’ἄγαν(ὑπερβολικά)φερόμενος συγκινεῖ τόν Χριστό πού ὁ Ίδιος ὡς τό ἀπόλυτο μέτρον εἶναι ἔξω ἀπό κάθε ἀνθρώπινον μέτρο.
Ὤ!ἀληθινοί καί ἀνεπιτήδευτοι χριστιανοί, γνήσιοι καί ἀνόθευτοι σάν τά μικρά παιδιά.
Μά ἄς πιάσουμε πάλι τό μίτο τῆς ἀφήγησης ἐκεῖ πού τ’ἀφήσαμε.
Ὕστερον, ἀφοῦ τό ἅγιο Κουβούκλι περιέρχεται ἐξερχόμενο τήν ἐξώθυρα τοῦ Ναοῦ ἀντικρύζεις πέριξ στά μικρά μπαλκονάκια , στηριζόμενα σέ περίτεχνα ἀντιστύλια,νά στέκονται μέ θεοσέβεια διάφοροι ἄνθρωποι βαστάζοντας μικρά κεριά πού δείχνουν σάν ἀστέρια παρηγοριᾶς στό πυκνοσκόταδο.
Ἀπό τά παράθυρα τῶν παλαιῶν οἰκιῶν προτάσσονται διάφορα πρόσωπα ὅπου φωτιζόμενα καί ἐξαϋλόμενα ἀπό τήν θαμπή λάμψη τῶν κεριῶν ,μοιάζουν σάν ἱλαρές ἁγιογραφίες.
Συνωδοῦν καί τά ἀνθισμένα δέντρα,οἱ πορτοκαλολεμονιές καί οἱ εὐώδεις θάμνοι εὐπέμποντας μαζί μέ τήν μητέρα τούς τήν Ἄνοιξη τά ἐκλεκτότερα ἀρώματα στόν Ταφέντα σάν νά συνέψαλλαν καί μυνίριζαν μαζί μας τό «Ὤ γλυκύ μου ἔαρ».
Ἀνηφορίζοντας ἀργά-ἀργά, ἕνας φαντάρος τολμᾶ μετά μικροῦ δισταγμοῦ καί κόβει ἕνα ἄνθος ἀπό μία ποικιλόχρωμη ὀρχιδέα , πού κοσμεῖ τό κουβούκλι, προσφέροντας τό μέ εὐγένεια σέ μία νέα κοπέλα. Ἐρυθριώσα καί γοητευμένη τότε ἐκείνη, τό ἀποδέχεται μέ ἄφατη ἱκανοποίηση καί τοῦ ἀντιπροσφέρει τήν φιλοφροσύνη ζωγραφισμένη στό νεανικό δροσερό της χαμόγελο.
Στά ἠμιφωτισμένα παλαιά σοκάκια προπορεύεται σάν φλάμπουρο ὁ ὁλόμαυρος ξύλινος Σταυρός μέ τά ψηλά γερμένα κεριά βυθισμένα στούς κουρασμένους ὤμους του.
Ὁ ἐπιτάφιος σάν μωρουδίστικη κλίνη τότε λικνίζεται πάνω στά ἑλισσόμενα σκαλοπάτια προσφέροντας τρυφερό νανουρισμό στόν φιλοξενούμενό Του καί ἁπαλύνοντας ἔτσι, σάν γλυκιά μητέρα, τόν ὀδυνηρό Του πόνο.
Τό ἔτος ἐτοῦτο όμως ἔμελλε ὁ Ἐπιτάφιος νά πάρει ἄλλη διαδρομή . Ἐργολάβος τίς εἶχε λησμονήσει νά ἀφαιρέσει μία ξυλόφτιαχτη ἐκ σανιδῖων κατωφέρια πρός μεταφοράν ὑλικῶν , ἀλλά καί παρά τᾶς ἐπιμόνους προτροπᾶς τῶν ἐπιτρόπων ἐφάνη ράθυμος νά κάμει τήν ἐξυπηρέτηση.
-Ποιός βγάζει καί βάζει πάλι τά σανίδια;ξέρετε τί ἔξοδο εἶναι;
Τοιουτοτρώπως ἔγινε ἀνάγκη πρός δόξαν ὅμως Θεοῦ καί ταξίδευσε ὁ Ἐπιτάφιος ἀπό τή κάτω γειτονιά,τά βραχατέϊκα ἔμπροσθεν ἀπό τό χιλιόχρονο καί μυρίπνοο Ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Σοφιᾶς πού εἶναι σκαρφαλωμένο στούς ἀναβαθμούς τῆς παλαιᾶς πόλης τΆναπλιου δίδοντας ἄφατη χαρά καί ἱκανοποίηση στήν Ἁγία Σοφία καί τίς τρεῖς θυγατέρες της πού ἀπό τόν προπερασμένο αἰώνα εἶχαν νά δοῦν τόν ἰλαρόμορφο Ἐπιτάφιο ἐν τῷ ἱερῷ τεμένει τους.
Τοιουτοτρώπως οἱ ἐθελοντές νέοι σηκώσανε τό βαρύ κουβούκλι πού θά ξεπερνᾶ τά διακόσια κιλά ἀπό μασίφ καλό ξύλο φτιαγμένο, οἱ μέν ὄπισθεν κρατοῦντες μέ τεντωμένα τά χέρια πρός τά ψηλά γιά νά ἰσιώσει μέ τούς μπροστινούς πού τόν κρατούσανε παράλληλα χαμηλά,μία σπιθαμή ἀπό τίς πλάκες τοῦ δρόμου.
Κατά πάνω στό ρολόϊ τό ἀχνό φῶς τῶν διάσπαρτων λαμπῶν κάνει τούς ὠχρούς πετρόχτιστους τοίχους νά φαίνονται σάν μελιστάλακτοι ἐνῶ πιό πέρα μέσα σέ μία σκοτεινή κόγχη παλαιᾶς οἰκίας μία κυρτή μαυροφορεμένη γριούλα ,σάν τήν πονεμένη Παναγιά, ἡ κυρά-Γλυκερία πού ἔχει τόν γιό τῆς ταξιδευτή σέ πλοῖο στήν Σαγκάη , στέκεται μονάχη της προσμένοντας καί ἐκείνη πότε ἀναλύσει(νά γυρίσει) ἐκ τῶν γάμων ὁ Υἱός τῆς Παρθένου.
Ὁ τήν γῆν Ζωγραφήσας τοίς ἄνθεσι ἔκχεε φιλοφροσύνως τά μεθιστικά ἐαρινά Του ἀρώματα ἀπό τούς βελούδινους εὐώδεις κισσούς ἀναπλεγμένους μέ τίς αἱμόχρωες ἀναρριχώμενες βοκανβίλιες.
Ὁ κόσμος φέτος ἦτο πιό ἤρεμος καί κατασταλαγμένος. Μετά ἀπό τόν διωγμό δυό ἐτῶν πού ἐξαπέλυσαν οἱ ἀλιβάνιστοι κυβερνῶντες ἐνοχλούμενοι ἀπό τίς καμπάνες , τά ἱερά ψαλσίματα ,τίς ὑμνωδίες, πού κατά τᾶς ἀπόψεις τῶν καί ἀκόμη καί τά σήμαντρα μετέδιδαν τόν ἰόν, διά τοῦτον καί ἐπαραλλάχθη τό ποιητικόν : «Κάθε καμπάνα καί Παπάς ,κάθε Παπάς καί Διάκος…καί κάθε Διάκος καί Ἀστυφύλαξ!»
Τώρα ἐκτιμᾶ ὁ λαός ὡς παθός καί μαθός τήν Χριστιανική Ἀνάσταση.Ἐκτιμᾶ τήν ἀγάπη Χριστοῦ καί ἡ πίστη του δέν εἶναι πλέον μαγική μά ἔγινε οὐσιαστικά στροφή καί τροφή οὐράνια γιά τήν ζωή τους.
Μία δέ ἐνενηντάχρονη μά καλοστεκούμενη γριούλα ἀπό τή Κύπρον ἀρωτᾶ τήν Νεωκόρο τό Ναοῦ:
-Θέλω νά ὁδεύσω μέ τόν Ἐπιτάφιον.Θά ἀντέξω στήν περιφοράν;
Ἀληθῶς ἀφυπνιστήκαμε!
Δασκαλεμένος λοιπόν ὁ ἁπλοϊκός Χάρος καί σκυμμένος πίσω ἀπό τήν μεγάλη ξύλινη πόρτα τῆς Ἐκκλησιᾶς , σάν τόν φοβισμένο Ἅδη, στιχομυθεῖ μέ τόν Ἱερέα πού στέκεται ἀπ’ἔξω καί πού βαστάζοντας ἕνα σφυρί, μία ματσόλα , χτυπᾶ παραστατικά τήν πόρτα κράζοντας προστακτικά:
-«Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἠμῶν καί ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καί εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης.
-Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;
-Κύριος τῶν Δυνάμεων,αὐτός ἐστίν ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης.»
Καί εὐθύς ἀνοίγονται τά θυρόφυλλα καί εἰσέρχεται μέσα στόν Ναό,ὡς νικητής, ὁ ζωηφόρος Ἐπιτάφιος.
Ἀμέσως ὁ Γιώργης, φορώντας ἀκόμη τό κεροπαλάμιστο μαῦρο ράσο ,ἀναγνώθει δυνατά καί μέ ἐπινίκιο φωνή τήν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ:
«Ἐγένετο ἐπ’ ἐμέ χείρ Κυρίου… καί μέ ἔθεσε στή μέση μίας πεδιάδος…»
* * *
Τή ἐπαύριον ἡ ἀκολουθία τῆς Παννυχίδας εἶχε ἀρχίσει ἀπό τίς 11 την νύκτα καί στό ἀναλόγι ἔψαλλαν τώρα τό «Κύμματι θαλάσσης» χρωματιστά καί ἀργά μέχρι νά περάσει ἡ ὥρα νά βγοῦμε στόν προαύλιο χῶρο γιά νά κάνουμε Ἀνάσταση.
Στήν στροφή «ὄν παῖδες εὐλογεῖτε,Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε,λαός ὑπερυψοῦτε,εἰς πάντας τους αἰώνας.» ὅλος ὁ κόσμος ὑπέψαλλε ἁπαλά,δοξολογώντας τόν Σωτήρα, τόν γλύκυτατον Ἰησοῦν.
Ξάφνου λαχανιασμένος καί καταϊδρωμένος, ἀπό τό τρέξιμο, καταφθάνει ἀπό τήν νότια πύλη τοῦ Ἱεροῦ ὁ καλός μας ὁ Χάρος κρατώντας ἕνα ὄμορφο ἀεροστεγές φαναράκι μέσα στό ὁποῖο φυλᾶ, σάν κόρη ὀφθαλμοῦ, τό Ἅγιο Φῶς ἀπό τό ὁποῖο ἄπτουμε καί ἀνάφτουμε ὅλες τίς κανδῆλες καί τά ἁγνοκέρια τῆς Ἁγίας Τραπέζης.
Γλυκοκατάνυκτο,ἱλαρό, καί στοργικότατο τό Ἅγιον Φῶς,μέ θερμό χρῶμα σάν τῆς ζεστές ἀκτίνες τοῦ ἡλίου πού αὐγίζουν ἑωθινές κατά τόν ὄρθρον στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ.
«Δεῦτε λάβετε Φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός…»ψάλλουμε τότε μέ ἰσχυρή εὐαγγελιστάδικη φωνή σάν τοῦ κράχτη στό παζάρι πού διαλαλεῖ τήν ζωή καί ἀμέσως μέ τό πού ἀνοίγει ἡ Θύρα ἕνα ρεῦμα ἀπό παιδομάνι, μέ τίς πολύχρωμες καί κομψές λαμπάδες τους,ἀναβαίνουν μέ ἱερό «θράσος»στήν ὡραία Πύλη προλαμβάνοντας τόν Ἱερέα καί παίρνοντας ἀγωνιωδῶς τό Φῶς ἀπό τήν ψηλή ἄσπρη λαμπάδα του.
Ἀμέσως ὅλος ὁ Ναός φωτοστολίζεται καί ἀστράπτει ἐνῶ οἱ πιστοί χαίρονται μέ μία μυστική χαρά ὅπου σαρκώνεται ἀκούσια στά χαμογελαστά πρόσωπά τους.
Ἀφοῦ φτάσαμε στήν πλατεία Συντάγματος ἀνεβήκαμε ἔπειτα πάνω σέ ἕνα πρόχειρο ξύλινο βάθρο πού στολίζονταν μέ φοίνικες γύρω-γύρω.
Στήν Ἐκκλησιά εἶχαν παραμείνει ἀπό πρίν οἱ πτοηθέντες καί ἐχέφρονες ὅπου φυλάσσοντες τά νῶτα τους ἀπό τά πυροκροτήματα ,πρόσμεναν, σάν τρομαγμένες περιστερές, νά ἀκούσουν ἀπό’κεῖ μέσα τό «Χριστός ἀνέστη»
Ἡ ὥρα πλησίαζε δώδεκα ἀκριβῶς καί ξεκινήσαμε μέ τό β΄ ἑωθινό Εὐαγγέλιο «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνή…»
Ὁ ἀέρας καπνίζονταν ἀπό πυροτεχνήματα, βαρελότα καί βροντές σάν τά κανόνια πού ρίχνουν τά θεμέλια καί τά πυργόκαστρα τοῦ ἐχθροῦ.
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.»
Καί ἡ Ζωή ξεχύνονταν σέ ὅλη τήν οἰκουμένη θανατώνοντας τόν θάνατο χαρίζοντας αἰωνιότητα καί ἀφθαρτίζοντας ὅλη τήν πλάση.
Οἱ περισσότεροι εἶχαν κρυφτεῖ κάτω ἀπό τόν μεγάλο πλάτανο πού λαμπρύνονταν ἀπό τό φῶς τῶν λαμπάδων καί ἔδιναν μεταξύ τους, μέ ἄδολη χαρά, τό φίλημα τῆς ἀγάπης φωνάζοντας νικηφόρα τό «Χριστός ἀνέστη» καί εἰσπράττοντας εὐθύς ὡς ἀπάντηση τό «Ἀληθῶς ἀνέστη.»
Οἱ νέες μητέρες ἔθαλπαν, μέ ἄφθονη γλυκύτητα, στήν φιλόστοργη ἀγκαλιά τούς τά μικρά τους τέκνα πού κρατώντας στά χεράκια τούς περίτεχνες λαμπάδες, ἄνοιγαν ἔκπληκτα τό στόμα τούς ἀπορώντας γι’ αὐτή τήν κοσμοχαλασιά.
Ὤ! γλυκιά Πασχαλιά, πού εἶσαι ἡ Μητέρα τῆς χαρᾶς. Ὤ! γλυκιά Μητέρα πού εἶσαι τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωση.
Ὤ! Μακάρια καί ἐσεῖς ἀθώα παιδάκια πού μπορεῖτε καί ζεῖτε μέ ἁγνότητα τήν παιδική Πασχαλιά σας.
Μά ὤ μακάριε καί ἐσύ Γιώργη πού τό λυκόφως τοῦ κόσμου τούτου δέν σκιάζει τό λαμπρό Ἁγίοφως πού ΄χεῖς μές στήν ψυχή σου.
Τόσο πολύ τό χάρηκε ἡ ψυχή μου μέ ἐνθουσιασμό σάν καί αὐτό τῶν ἁρματολῶν στά καραούλια μόλις ἀπονικοῦσαν τόν ἐχθρό πού ἐφώναξα μαζί μέ τό «Χριστός Ἀνέστη»
-«Νά πεθάνει ὁ Χάρος «.Λησμονώντας πρός στιγμή τό δοθέν παρατσούκλι στόν Γιώργη.
Καί παρευθύς τό δίχως ἄλλο βλέπω κάτωθι τῆς ἐξέδρας τόν κόσμο ν’ἀναφωνάζει τρομαγμένος καί κοιτάζοντας πρός τό μέρος μας .
-Τί ἔγινε ἀπόρησα;
Εἶχαν ἁρπάξει τά μαλλιά καί τά γένια τοῦ Χάρου ἀπό τήν λαμπάδα ὅπου κρατοῦσε .Ἀπό τήν Χαρά καί τόν πανηγυρισμό του δέν πρόσεξε καί σπίθα τινά κατέφυγε ἐπί τῆς κεφαλῆς του.
Μύρισε ὁ τόπος καμένη τρίχαν, μά εὐτυχῶς σβέλτος πάραυτα ἔσβησε μέ τίς παλάμες τούς τήν πυρκαγιάν ἀναγελώντας καί φαιδρυνόμενος μέ τόν ἑαυτό τοῦ φωνάζοντας εὐφορούμενος μέ ἔξαρση»
-Νά πεθάνει ὁ Χάρος Παπούλη .Νά πεθάνει καί νά πλαντάξει . Χαλάλι οἱ τρίχες μου.
-Χριστός ἀνέστη!
-Ἀληθῶς ἀνέστη!
Ἀληθῶς εὐλαβεῖς ὑπηρέται τοῦ Ὑψίστου.
Ἀληθῶς Ρωμέϊκη Ἀνάσταση.
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Ναύπλιον – Ἅγιον Πάσχα 2022