ΘΑΡΡΟΥΣΕ ο εξάχρονος Κωστάκης από το Άργος πως ταξίδευε στην παιδική χαρά και είχε κουβαλήσει στον Άθωνα μέσα σε έναν πράσινο σάκο στην πλάτη όλα τα εργαλεία της δουλειάς του…το παρδαλό τόπι του,τα στρατιωτάκια και τα αυτοκινητάκια.
Έπαιζε μοναχό του στον περίβολο και τον πρόναο του Κυριακού,αφότου είχε προσκυνήσει με παιδικές μετάνοιες και αγγελικά καμώματα όλες τις ποδιές των Εικονοστασίων, μα και με τον πατέρα του έπαιζε στον ξενώνα όσο προλάβαινε άμα σταματούσαμε να στρατοκοπούμε στα Αγιονορείτικα μονοπάτια.
Μα ευμοιρήσαμε να συναντήσουμε και να βρεθούμε και στην εξόδιο μα εισόδιο στον παράδεισο ενός άλλου παιδιού που είχενε τον Άθωνα σαν μία μεγάλη παιδική χαρά Της Θεοτόκου,τον Μοναχό Παϊσιο τον Κρητικό.
Εκοιμήθηκε την παραμονή το βράδυ ήσυχα,αβασάνιστα και γρήγορα όσο ήσυχα και γοργά προβάλλει ο ήλιος από την μεριά της ανατολής.
Πληθωρικός ,μαντιναδολόγος,εύχαρις,με παιδική σπιρτάδα στα μάτια του να τραγουδά την Παναγία ,να ομιλεί με ζήλο στους προσκυνητές ,φωνακλάς και έντονος για την Αγία πίστη του μα λυρικός και ήμερος σαν το γαληνό ρυάκι όταν αναφέρονταν στην γλυκιά του Θεοτόκο και στους μπιστικούς ακαρντάσηδες φίλους του Αγίους .
-Σε στάβλο εγεννήθηκε ο Χριστό μας και εγώ μωρέ να ζώ σε τρυφερά παλάτια;
Δια τούτο και άφηνε να γενεί το κελλί του απέριττο και αφρόντιστο για να ζει στην περιφρόνια και την ταπείνωση.
-«Φαντάρο με επήρανε μα όμως δεν με νοιάζει.
Το τσουκαλάκι να χτυπά κι’η χύτρα μου να βράζει.»
Έλεγε για όταν τον πήρανε νιο στρατιώτη. Από τότενες είχε την απλότητα να ενδιαφέρεται μόνον για τον άρτο τον επιούσιον για να’χει μυαλό και χρόνο να ασχολείται με την ουσία της Χριστιανοσύνης.
Μα …
«Τρέχει το κύμα με ορμή το βράχο να χτυπήσει,
μεγάλη αντίσταση θα βρεί και πίσω θα γυρίσει»
Μαντιναδομελωδούσε πάλι και τω όντι ,δεν μπόρεσε η γοητεία της «κοσμιότητας» του κόσμου τούτου να τσακίσει και αλλοιώσει την ανυπερήφανη και ανόθευτη ψυχή του.
Τσαλακωμένος ,με ρυπαρά ρούχα μα ελεύθερος κατά πως πρέπει σε έναν Κρητικό και όχι σιδερωμένος και σκλάβος των ανθρώπων και των κάλπηδων κανόνων τους.
Τη επαύριον από την ταφή του ήλθεν ευλαβής τις Κύπριος Ιερομόναχος από την κυρίαρχη Μονή του Κελλιού δια να τελέσει τρισάγιο και με δύο εργάτες μαζί δια να παραλάβουν προς ασφάλεια το βιός του και την περιουσία του.
Όλη κι’όλη ήταν δυο πολυκαιριασμένα δέματα που θα μπορούσε να σηκώσει με τις δυο χέρες του ένας και μόνο άνθρωπος που ούτε την μισή καρότσα δεν έπιασε τόπο στο αγροτικό.
Ουσία του και περι-ουσία του μονάχα ο Χριστός,τα άγια του κιτάπια και οι λιγοστές Εικόνες του ,μα και ο ξύλινος Τίμιος Σταυρός για να αναφιλεί και αγκαλιάζει όπως ο μικρός Κωστάκης τα παιχνιδάκια του.
Και τώρα…
«Στον ουρανό σε πήρανε μα όμως δεν σε νοιάζει.
Σαν το κοπέλι να γλακάς (τρέχεις από χαρά) κι’ο ήλιος να χαράζει.»
Έτσι ευδόκησε ο καλός και προνοητικός Θεός κλειδώνοντας και σφραγίζοντας ο υψηλός Ιερομόναχος το άδειο από την κρητική ψυχή κελίον και μόλις καταβαίνοντας με την επίχρυση Αγία Λειψανοθήκη από το κατηφορικό καλντερίμι, ο τελευταίος που την επροσκύνησε και αποχαιρέτηξε τον μακαριστό Γέροντα Παϊσιο από το ιερό θαλάμι του να ήταν ο ισόψυχός του, ο μικρός Κωστάκης , αφού«τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.» (Λουκ.ιη΄15)
π.Διονύσιος Ταμπάκης