Κωνσταντινούπολη 29 Μαΐου 1453.
«θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας».
Ο τελευταίος Λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Την αποφράδα ημέρα 29 Μαΐου 1453 η βασιλεύουσα πόλη , η πρωτεύουσα της ένδοξης και υπερχιλιόχρονης Ρωμιοσύνης, η επτάλοφος Κωνσταντινούπολη πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Η φωτεινή περίοδος της δόξης, του ελληνισμού και της χριστιανοσύνης διακόπτεται βάναυσα από τους Αγαρηνούς και μια περίοδος ζόφου ξεκινά για την Ρωμιοσύνη.. Η του Κωνσταντίνου πόλις εάλω αλλά, στην καρδιά της Ρωμιοσύνης ζη. Την διέσωσαν οι θρύλοι και η Ιστορία. Με την ελπίδα πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικιά μας θάναι, μεγαλώσανε και μεγαλώνουν πολλές γενεές...
Τελευταίος αυτοκράτορας είναι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, γεννημένος το 1405, την 9η Φεβρουαρίου, και είναι παιδί πολύτεκνης οικογενείας. Ο ίδιος παρά τους δυο γάμους του δεν ευτύχισε να αποκτήσει παιδιά. Οι δυο γυναίκες του πέθαναν πριν τεκνοποιήσουν. Το παρόν κείμενο σκοπό έχει να φέρει σε γνώση των αναγνωστών την ομιλία που εκφώνησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος λίγο πριν μεταβεί στην Αγία Σοφία για την τελευταία Θεία Λειτουργία με όλο το επιτελείο και τον απλό Λαό.
Το κείμενο της ομιλίας
«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και .....συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.
Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του.
Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας. Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη.
Μην δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια.
Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα.
Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν.
Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού. Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, που μόνο με τη φωνή και την όψη τους έτρεψαν σε φυγή μέγα πλήθος ρωμαϊκού ιππικού. Και αν είχαν τη δύναμη να τρέψουν σε φυγή ζώα χωρίς λογική, πόσο μάλλον εμείς που είμαστε κύριοι των ζώων· αυτοί που έρχονται να μας αντιπαραταχθούν σαν ζώα χωρίς λογική, είναι χειρότεροι απ’ αυτά. Τα δόρατά μας, οι ρομφαίες μας, τα τόξα μας και τα ακόντιά μας θα στραφούν εναντίον τους.
Και φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Ξέρετε καλά πως ο ασεβέστατος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά δικαιολογημένη αιτία, καταπάτησε την ειρήνη που είχαμε και αθέτησε τους πολλούς του όρκους χωρίς να λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικά εδώ έστησε οχυρό στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας βλάπτει κάθε μέρα.
Τα χωράφια μας, τους κήπους μας, τα οικογενειακά μας καταφύγια, τα σπίτια μας τα έχει κιόλας πυρπολήσει. Τους αδερφούς μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε, τους θανάτωσε και τους αιχμαλώτισε. Διέλυσε τη φιλία μας και έπιασε φιλίες με τους κατοίκους του Γαλατά, και αυτοί χαίρονται, μη γνωρίζοντας και αυτοί οι ταλαίπωροι το μύθο του παιδιού του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια και είπε “ω ανόητα ζώα” και τα λοιπά.
Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο.
Στράφηκε τότε στους Ενετούς, που στέκονταν προς τα δεξιά και μεταξύ των όλων είπε:
...εσείς που με τις αστραφτερές σας ρομφαίες θανατώσατε πολλές φορές πλήθος Αγαρηνών, και το αίμα τους έτρεξε από τα χέρια σας σαν ποτάμι, σας παρακαλώ σήμερα την πόλη τούτη, που βρίσκεται σε τόση συμφορά πολέμου, να την υπερασπιστείτε ολόψυχα. Γνωρίζετε πως πάντα την είχατε δεύτερη πατρίδα σας και μητέρα σας.
Κατόπιν, γυρίζοντας προς τα αριστερά, λέει στους Γενουάτες: «Ω Γενουάτες, αδερφοί εντιμότατοι, άντρες πολεμιστές και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, ξέρετε καλά και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν πάντοτε μόνο δική μου, αλλά και δική σας, για πολλές αιτίες. Εσείς μας βοηθήσατε πολλές φορές πρόθυμα, και με τη δική σας συνδρομή σώθηκε από τους Αγαρηνούς εχθρούς.
Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».
Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
Εκείνο το βράδυ 28 προς 29 Μαΐου 1453 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια του Πατριάρχη και στη συνέχεια μετέβη στον στίβο του καθήκοντος, στη μάχη της υπεράσπισης της Ρωμιοσύνης. Αφού πολέμησε γενναία και την ώρα που ο τούρκος πολεμιστής ετοιμάζεται να του κόψει το κεφάλι αναφωνεί Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι.
Έπεσε στο πεδίο ης μάχης και του καθήκοντος και πέρασε στην Ιστορία με χρυσά γράμματα το όνομά του γραμμένο και στη συνείδηση της ρωμιοσύνης ως ο μαρμαρωμένος βασιλιάς που θα ξυπνήσει από άγγελο και θα εισέλθει τροπαιούχος και νικητής.
Ο Μωάμεθ προς τους στρατιώτες του...
Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας
Έχω την αίσθηση ότι είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε και με τον λόγο που εκφώνησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής προς τους στρατιώτες του και όχι μόνο με τον λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την απάντησή του προς τον Μωάμεθ. Χρήσιμα συμπεράσματα θα προκύψουν και για το σήμερα.
Τον λόγο του Μωάμεθ αντλούμε από το υπέροχο βιβλίο του μακαριστού Ακαδημαϊκού, π. Πρωθυπουργού και πολυγραφότατου ερευνητή και συγγραφέα Παναγιώτη Κανελόπουλου. Διαβάζουμε λοιπόν
Στὶς 28 Μαΐου, πλάϊ στὶς περιορισμένες πολεμικὲς ἐνέργειες καὶ τὶς μεγάλες προετοιμασίες, ἐκφωνήθηκαν καὶ δυὸ λόγοι ποὺ ἔχουν μεγάλη ἱστορικὴ σημασία. Εἶναι παλαιὰ συνήθεια ν' ἀπευθύνονται οἱ στρατηγοὶ στὸ στρατό τους πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη, προπάντων πρὶν ἀπὸ μιὰ μεγάλη μάχη ὅπου πρόκειται νὰ παιχθοῦν τὰ πάντα. Τὸ λόγο τοῦ Μωάμεθ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ το ἱστορικὸ ἔργο τοῦ Κριτόβουλου. Διαβάζω καὶ στ' ἀντίγραφα τῶν βιβλίων τοῦ Σφραντζῆ καὶ τοῦ Χαλκοκονδύλη τὸ λόγο τοῦ Μωάμεθ (ὁ Λαόνικος βάζει τὸ σουλτάνο ν' ἀπευθύνεται μονάχα στοὺς «νεήλυδας», δηλαδὴ στοὺς Γενίτσαρους)· ὡστόσο, ὁ Κριτόβουλος, ζώντας σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς Τούρκους, πρέπει νὰ πληροφορήθηκε καλύτερα τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου τοῦ σουλτάνου. Ὅσο γιὰ το λόγο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου, αὐτὸν μονάχα ὁ Σφραντζῆς ποὺ ἦταν πλάϊ του μποροῦσε νὰ μᾶς τὸν παραδώσει σωστά· καὶ τὄκαμε.
Ποιούς συγκέντρωσε ὁ Μωάμεθ γύρω του ἢ μπροστά του γιὰ νὰ τοὺς μιλήσει; Συγκέντρωσε ὅλους «τοὺς ἐν τέλει τε καὶ ἑκατόνταρχους καὶ πεντηκοντάρχους, τό τε ἄγημα τοῦ στρατοῦ καὶ τὴν περὶ αὐτὸν πᾶσαν ἴλην» (δηλαδή, ὅλους τοὺς Γενίτσαρους) «καὶ πρὸς τούτοις ναυάρχους τε καὶ τριηράρχους καὶ τὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντός». Καὶ εἶπε:
«Ἄνδρες φίλοι καὶ τοῦ παρόντος ἀγῶνος ἐμοὶ κοινωνοί, ἐγὼ ὑμᾶς ἐνθάδε ξυνεκάλεσα οὐ ῥᾳθυμίαν τινὰ καταγνοὺς ὑμῶν ἤ ἀμέλειαν ἐς τόδε τὸ ἔργον, οὐδ' ἵνα προθυμοτέρους ἐς τὸν παρόντα ἀγῶνα ποιήσω..., ἀλλ' ὥστε μόνον ἀναμνῆσαι, πρῶτον μὲν ὡς καὶ τὰ παρόντα ἀγαθά, ἅ ἔχετε, οὐ ῥᾳθυμοῦντες καὶ ἀμελοῦντες, ἀλλὰ καὶ σφόδρα πονοῦντες καὶ μετὰ μεγάλων ἀγώνων τε καὶ κινδύνων μεθ' ἡμῶν ἐκτήσασθε καὶ ἆθλα τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἀρετῆς καὶ ἀνδρίας ἔχετε μᾶλλον ἤ τύχης δῶρα· ἔπειτα δέ, ὡς καὶ τὰ νῦν τά τε προκείμενα ἆθλα διδάξαι ὑμᾶς ὅσα καὶ οἷά ἐστι, καὶ τὴν δόξαν ὁπόσην ἔχει μετὰ τοῦ κέρδους καὶ τιμήν, καὶ ἅμα ἵνα γνῶτε καλῶς ἐπὶ μεγίστοις ποιούμενον τὸν ἀγῶνα». Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες φράσεις τοῦ Μωάμεθ.
Δὲ μποροῦσε ν' ἀρχίσει ὁ Μωάμεθ τὸ λόγο του μὲ καλύτερο τρόπο. Οἱ πρῶτες αὐτὲς φράσεις δείχνουν καθαρὰ ὅτι ὁ νεαρὸς σουλτάνος, ποὺ μόλις εἶχε ὑπερβεῖ τὴν ἡλικία τοῦ ἐφήβου, γνώριζε καλὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὶς πρῶτες φράσεις του δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος σπουδαῖος· εἶπε ὅτι οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουγαν, εἶναι σπουδαῖοι· εἶπε ὅτι τοὺς ὑπενθυμίζει τὶς μεγάλες τους πράξεις, καὶ ὅτι ὅσα ἀγαθὰ κατέχουν εἶναι «ἆθλα» τῆς «ἀρετῆς» τους καὶ ὄχι τῆς «τύχης δῶρα». Καὶ πρόσθεσε ὅτι θὰ τοὺς διδάξει, δηλαδὴ θὰ τους πληροφορήσει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ τιμή, ἀλλὰ καὶ πόσο μεγάλα τὰ ὑλικὰ κέρδη, πού, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ ἐξασφαλίσουν. Καὶ τὰ ὀνόμασε τὰ κέρδη αὐτά:
«Πρῶτον μὲν γὰρ ὁ πλοῦτός τέ ἐστι πολὺς καὶ παντοδαπὸς ἐν τῇδε τῇ πόλει, ὁ μὲν ἐν τοῖς βασιλείοις, ὁ δὲ ἐν τοῖς οἲκοις τῶν δυνατῶν, ὁ δὲ ἐν τοῖς τῶν ἰδιωτῶν, ὁ δὲ καλλίων καὶ μείζων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀποκείμενος ἀναθημάτων καὶ κειμηλίων παντοίων ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κατασκευασμένων, λίθων τε τιμίων καὶ μαργάρων πολυτελῶν, ἐπίπλων τε ἄπειρόν τι χρῆμα λαμπρῶν, ἄνευ δὴ τῆς ἄλλης κατ' οἶκον κατασκευῆς καὶ περιουσίας· ὧν ἁπάντων ὑμεῖς ἔσεσθε κύριοι· ἔπειτα ἄνδρες ἀγαθοὶ πλεῖστοί τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ὧν οἱ μὲν δουλεύουσιν ὑμῖν, οἱ δὲ ἐς ἀπόδοσιν ἔσονται, γυναῖκες τε πλεῖσται καὶ κάλλισται, νέαι καὶ ἀγαθαὶ τὰς ὄψεις, καὶ παρθένοι πρὸς γάμον ὡραῖαι εὐγενεῖς τε καὶ ἐξ εὐγενῶν, καὶ ἀρρένων ὀφθαλμοῖς ἔτι καὶ νῦν ἄβατοι ἔνιαι τούτων καὶ πρὸς γάμους ὁρῶσαι ἐπιφανῶν καὶ μεγάλων ἀνδρῶν, ὧ αἱ μὲν ἔσονται ὑμῖν ἐς γυναῖκας, αἱ δὲ πρὸς θεραπείαν ἀρκέσουσιν, αἱ δὲ πρὸς ἀπόδοσιν, καὶ κερδανεῖτε κατὰ πολλὰ ἔς τε ἀπόλαυσιν ὁμοῦ καὶ θεραπείαν καὶ πλοῦτον· καὶ παῖδες ὁμοίως πλεῖστοι καὶ κάλλιστοι καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἔτι δὲ νεῶν τε κάλλη καὶ δημοσίων οἰκοδομημάτων, καὶ οἰκίαι λαμπραὶ καὶ παράδεισοι καὶ τοιαῦτα πολλὰ ἔς τε θέαν ὁμοῦ καὶ τέρψιν καὶ ἡδονὴν καὶ ἀπόλαυσιν ἱκανά. Καὶ τί δεῖ ταῦτα πάντα καταλέγοντα διατρίβειν; Πόλιν μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον, βασίλειόν τε τῶν πάλαι Ῥωμαίων, καὶ ἐς ἄκρον εὐδαιμονίας καὶ τύχης καὶ δόξης ἐλάσασαν, κεφαλήν τε γεγενημένην τῆς οἰκουμένης ἁπάσης δίδωμι νῦν ὑμῖν ἐς διαπραγήν τε καὶ λείαν, πλοῦτον ἄφθονον, ἄνδρας, γυναῖκας, παῖδας, πάντα τὸν ἄλλον αὐτῆς κόσμον καὶ τὴν κατασκευήν· ὧν ἁπάντων ἐμφορηθήσεσθε ὥσπερ ἐν εὐωχίᾳ λαμπρᾷ, καὶ ἐνευδαιμονήσετε τούτοις ὑμεῖς τε, καὶ τοῖς ὑμετέροις παισὶ πλοῦτον πολὺν καταλείψετε, κ α ὶ τ ο μ έ γ ι σ τ ο ν , ὅτι πόλιν τοιαύτην αἱρήσετε, ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην· καὶ δῆλον ὅτι ἐς ὅσον ἔδραμεν ἡ ταύτης ἡγεμονία καὶ δόξα, ἐς τοσοῦτον καὶ τὸ ὑμῶν κλέος ἀφίξεται τῆς ἀνδρίας καὶ τῆς ἀρετῆς, πόλιν τοιαύτην ἑλόντων ἐκ προσβολῆς. Καὶ σκοπεῖτε τίς εὐπραξία λαμπροτέρα ἤ τίς ἡδονὴ μείζων ἤ τὶς πλούτου περιουσία καλλίων ἤ ἥ μετὰ τιμῆς καὶ δόξης προσέσται ἡμῖν; Τὸ δὲ δὴ μεῖζον πάντων, ὅτι τὴν πόλιν ἐχθρῶς ἔχουσαν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀεὶ ἐπιφυομένην τοῖς ἡμετέροις κακοῖς καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσαν τὴν ἡμετέραν ἀρχὴν καθαιρήσομεν καὶ τοῦ λοιποῦ αὐτοί τε βέβαια ἕξομεν τὰ παρόντα ἀγαθά, καὶ ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ διάξομεν, ἀπαλλαγέντες ἐχθροῦ γειτονήματος, καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ θύραν ἀνοίξομεν».
Στὴν περικοπὴ αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Μωάμεθ καθρεπτίζεται ταὐτόχρονα τὸ βάθος τῆς ἀκόλαστης ὑλοφρόνησης καὶ τὸ ὕψος τῆς ἠθικῆς φιλοδοξίας τῶν ἀνδρῶν ποὺ τὸν ἄκουγαν. Βλέποντας ὁ σουλτάνος ὅτι, τόσες ἑβδομάδες, δὲν κατάφερνε ὁ ἀναρίθμητος στρατός του νὰ κυριεύσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀποφάσισε τὴν ὕστατη στιγμή, δηλαδὴ πρὶν τὴν μεγάλη ἐπίθεση, ν' ἀνέψει τὰ αἵματα τῶν ἀνδρῶν του, κηρύσσοντας ὅτι, ἄν πάρουν τὴ Βασιλεύουσα, θὰ μποροῦν τρεῖς ὁλόκληρες μέρες νὰ κάνουν ἐκεῖ μέσα ὅ,τι θέλουν («ἡμέραις τρισὶν ἡ πόλις πᾶσα ὑμῶν ἔσεται», τοὺς εἶπε σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Σφραντζῆ), νὰ λεηλατήσουν καὶ νὰ σκυλεύσουν τὰ πάντα, νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ ἱερὰ σκεύη τῶν ναῶν γιὰ τοὺς πιὸ ἀνίερους σκοπούς, ν' ἀτιμάσουν γυναῖκες, παρθένες καὶ ἀγόρια, νὰ βουτήξουν τὰ πόδια τους μέσ' στὰ ἱερώτερα πράγματα, σὰ νἄταν λάσπη καὶ ὅ,τι στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἱερό. Ἔπρεπε νὰ συγκινηθοῦν οἱ σάρκες τῶν ἀνδρῶν του γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συγκινηθεῖ καὶ ἡ ψυχή. Δὲν ὑπάρχει, βέβαια, ἀμφιβολία - θἄμουν Φαρισαῖος, ἄν ἔλεγα τὸ ἀντίθετο - ὅτι οἱ ἄνθρωποι (ἀκόμα καὶ οἱ Χριστινοί, ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστους) ἀγαποῦν τὴ σάρκα τους, ἀγαποῦν τὴν ὕλη, ποθοῦν διαρκῶς μεγαλύτερα ὑλικὰ ἀγαθά, προσδοκοῦν - ὅσο ζοῦν στὸν κόσμο - ν' ἀμειφθοῦν γιὰ τὸ μόχθο τους μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ ὁρατό, καὶ ὄχι μόνον ἠθικά. Δὲ λεηλάτησαν, τάχα, τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ Φράγκοι ποὺ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ποὺ ἔλεγαν ὅτι σκοπός τους ἦταν νὰ λυτρώσουν τοὺς ἱεροὺς τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀσεβῶν; Ὁ ταλαιπωρημένος πολεμιστὴς ζητάει, μετὰ τὴν νίκη, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ, ν' ἀρπάξει τὶς γυναῖκες ἐκείνων ποὺ νικήθηκαν, νὰ ξαπλώσει τὸ κορμί του σὲ ἀναπαυτικὸ κρεββάτι, πετώντας ἔξω τὸν ἄοπλο καὶ τρομαγμένο νοικοκύρη. Δὲν εἶναι οἱ Τοῦρκοι οἱ πρῶτοι ποὺ λεηλάτησαν μιὰ μεγάλη καὶ ὡραία πόλη. Κι ' αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες λεηλάτησαν τὴν Τροία. Ὡστόσο, θαρρῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει προηγούμενο ἑνὸς μεγάλου ἀρχηγοῦ ποὺ νὰ μίλησε τόσο ὠμά, ὅσο ὁ Μωάμεθ. Σὰ νὰ ντράπηκε, βέβαια, ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ὠμότητα τῶν λόγων του, πρόσθεσε ὅτι «τὸ μέγιστον» ποὺ θὰ κερδίσουν, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἡ τιμὴ ὅτι θἄχουν κυριεύσει τὴν πόλη, «ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην». Καὶ πρόσθεσε καὶ κάτι ἄλλο· εἶπε ὅτι τὸ «μεῖζον πάντων» (ἄρα, «μεῖζον» καὶ τοῦ «μεγίστου») εἶναι ὅτι θὰ πάψουν ἐπιτέλους νὰ γειτονεύουν μὲ μιὰ πόλη ποὺ ὅσοι τὴν κατοικοῦν εἶν' ἐχθροί τους, κ' ἔτσι θὰ ζήσουν στὸ μέλλον «ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ».
Προχωρώντας στὸ λόγο του, ποὺ ἡ ἀρχιτεκτονική του διάρθρωση εἶναι ἄρτια, προσπάθησε νὰ πείσει ὁ Μωάμεθ τοὺς ἂνδρες του ὅτι τὸ τεῖχος εἶναι «ῥαδίως... ἁλωτόν» : «ἡ μὲν τάφρος πᾶσα ἐχώσθη, τὸ δὲ κατὰ γῆν τεῖχος ἐν τρισὶ μέρεσι... κατήρριπται». Ὅσο γιὰ τοὺς ἄνδρες ποὺ ὑπερασπίζονταν τὴν Κωνσταντινούπολη, γι' αὐτοὺς εἶπε κάμποσα ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα:
«Τὰ δὲ τῶν ἀντιτεταγμένων ἡμῖν τί χρὴ καὶ λέγειν; Ἄνδρες γάρ εἰσι πάνυ ὀλίγοι καὶ οἱ πλείονες ἄοπλοι καὶ πολέμων ἄπειροι· ὡς γὰρ ἔχω πυνθάνεσθαι τῶν αὐτομόλων, μόλις φασὶ δύο ἤ τρεῖς ἄνδρες εἶναι τοὺς ἐν τῷ πύργῳ προμαχομένους καὶ ἑτέρους τοσούτους ἐν τῷ μεταπυργίῳ ὥστε ξυμβαίνειν ἕνα ἄνδρα προπολεμεῖν τε καὶ προμάχεσθαι τριῶν ἢ τεσσάρων ἐπάλξεων... Πῶς οὖν ἐς τοσοῦτον πλῆθος ἡμῶν ἀρκέσουσιν οὗτοι; καὶ μάλιστα ἡμῶν μὲν ἐκ διαδοχῆς ἀγωνιζομένων καὶ ἀεὶ νεαρῶν ἐπιόντων ἐς τὸ ἔργον, καὶ καιρὸν ἐχόντων καὶ ὕπνον αἱρεῖσθαι καὶ σῖτα καὶ ἀναπαύειν αὐτούς, αὐτῶν δὲ ἀδιακόπως τε καὶ ἐπιτεταμένως μαχομένων ἀεὶ καὶ μηδένα καιρὸν ἐχόντων ἢ ὕπνου ἢ σιτίου ἢ ποτοῦ ἢ ἀναπαύλης... Οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ κατερριμένου τείχους τῶν Ἰταλῶν τεταγμένοι» (στὸν τομέα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ), «εἰ καί τῳ δοκοῦσιν ἀπόμαχοι εἶναι καὶ ἱκανοὶ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνεσθαι, ὡς καλῶς τε ὡπλισμένοι καὶ πολέμων ἔμπειροι,..., ἀλλ' ἐμοὶ καὶ τὰ τούτων ἄπιστα δοκεῖ πάντη καὶ σφαλερά. Πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ ἐθελήσουσι νοῦν ἔχοντες ὑπὲρ ἀλλοτρίων ἀγαθῶν μάχεσθαι καὶ πονεῖν..., μηδὲν κερδαίνοντες αὐτοί· ἔπειτα ξύγκλυδές τέ εἰσι καὶ ἄλλοι ἄλλοθεν ξυνεληλυθόντες, ἐπὶ τὸ λαβεῖν βλέποντες μόνον καὶ ἀπελθεῖν σῶς, οὐκ ἐπὶ τὸ μαχόμενοι ἀποθανεῖν... Δείκνυται τοίνυν ἐξ ἁπάντων μεθ' ἡμῶν εἶναι τὴν νίκην καὶ τὴν πόλιν ἡμῖν ἁλωτήν... Γίνεσθε οὖν ἄνδρες ἀγαθοὶ αὐτοί τε ὑμεῖς, καὶ τοὺς μεθ' ὑμῶν πάντας παρακελεύεσθε ἀκολουθεῖν τε γενναίως ὑμῖν καὶ πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ ἐς τὸ ἔργον κεχρῆσθαι, νομίζοντας τοῦ καλῶς πολεμεῖν τρία εἶναι τὰ αἴτια, τό τε ἐθέλειν καὶ τὸ αἰσχύνεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι... Κἀγὼ δὲ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι τῷ ἔργῳ, μεθ' ὑμῶν τε ἀγωνιζόμενος καὶ τῶν ἑκάστῳ δρωμένων θεατής».
Μετὰ τὴ γενικὴ αὐτὴ προσλαλιά, ἀπευθύνθηκε ὁ Μωάμεθ εἰδικώτερα στοὺς ἀνώτατους ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου, διατυπώνοντας τὶς διαταγὲς καὶ κ' ἐπιθυμίες του. Κ' ἔκλεισε τὸ λόγο του, ἀποφεύγοντας τὰ μεγάλα λόγια καὶ τὶς φραστικὲς κωδωνοκρουσίες: «Ἀλλ' ἄπιτε πρὸς τὰς σκηνὰς καὶ τὰς τάξεις ὑμῶν ἀγαθῇ τύχῃ, καὶ δειπνοποιησάμενοι ἀναπαύεσθε».
Ὁ Σφραντζῆς γράφει ὅτι, μόλις ἔκλεισε ὁ Μωάμεθ τὸ στόμα του, ἀκούστηκε (καὶ τὴν ἄκουσε κι' ὁ ἴδιος) μιὰ φοβερὴ κραυγὴ ἀκροατῶν ἔλεγε: «ἀλλὰ ἀλλὰ· Μεεμέτη ῥεσοὺλ ἀλλά· τοῦτ' ἔστιν ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ ὁ Μουχαμέτης ὁ προφήτης αὐτοῦ».
Στη συνέχεια παραθέτουμε μια επιτομή της ομιλίας ,σε γλώσσα απλούστερη
«Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Πλούτο πού βρίσκεται στό παλάτι του βασιλιά, στά μέγαρα των πλούσιων αλλά καί στίς εκκλησίες καί στά μοναστήρια. Όλα τά ιερά κειμήλια πού είναι φτιαγμένα από χρυσό καί ασήμι, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι καί τά μαργαριτάρια, τά έπιπλα καί τά πολυτελή σπίτια θά γίνουν δικά σας.
Έπειτα ακολουθούν ακόμα ωραιότερα αγαθά. Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας γιά νά τά γευτείτε καί νά τά απολαύσετε, ενώ όσους αιχμαλώτους πιάσετε θά τούς έχετε ή δούλους ή θά τούς πουλήσετε γιά νά κερδίσετε καί άλλα χρήματα. Καί δέν είναι μόνο αυτά. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.
Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα.»
Προφανής είναι η διαφορά ανάμεσα στις ομιλίες των Παλαιολόγου και Μωάμεθ. Ο πρώτος προτάσσει ιδανικά την ελευθερία της πατρίδος και την Ορθοδοξία. Την υπεράσπιση των πατρογονικών εστιών ,την ιστορία και την προσφορά στον τόπο. Υπόσχεται στεφάνια στον ουρανό από τον Κύριο. Ο δεύτερος υπόσχεται πράγματα υλικά. Μόνο για το σώμα. Ηδονές και απολαύσεις γυναίκες και παιδιά. Πλιάτσικο , λεηλασίες και καταστροφές, βιασμούς και δουλεμπόριο ανθρώπων. Πρόκειται για σύγκρουση πνεύματος και ύλης.
Ο Θεός επέτρεψε να κυριευτεί η του Κωνσταντίνου Πόλις, η οποία φώλιασε στις καρδιές μας και ζεσταίνει την ελπίδα. Πάλι με χρόνους και καιρούς....
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός
Πηγές Ελλήνων Φως Και chilonas.com