13 Νοεμβρίου 2023
“Πάντα θα υπάρχουν άγιοι”!
Κρατώ στα χέρια μου τη φωτογραφία του Αγίου Νεκταρίου. Του σπουδαίου αυτού μάρτυρα της καρτερίας και της υπομονής.Του αθώου θύματος της ανθρώπινης αδικίας.
Παρατηρώντας τον αισθάνομαι βαθύ σεβασμό. Αλλά παράλληλα και μια συστολή. Ένα είδος ντροπής για τον εαυτό μου, η οποία απορρέει από την ακούσια σύγκρισή μου μ’ εκείνον και την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση τού ψυχικού μου ελλείμματος. Αλλά και από ένα αίσθημα ενοχής για το ερώτημα που αυτόματα προκύπτει μέσα μου: αλήθεια, αν συνέβαινε να ζω στην εποχή του και να βρίσκομαι στο ποίμνιό του, με ποιους θα συντασσόμουν; Μ’ εκείνους που τον ανακήρυξαν άγιο; Ή μ’ εκείνους, που τον επικήρυξαν ως θεομπαίχτη;
Όσο κι αν η αυταρέσκειά μου με παρακινεί να επιλέξω σαν απάντηση το πρώτο, η υποτυπώδης αυτογνωσία μου με προσγειώνει. Πόσο εύκολο θα ήταν, εγώ, ένας τόσο αδύναμος στην καρδιά άνθρωπος, να αγνοήσω τον καταιγισμό των συκοφαντιών εναντίον του και να καταφέρω να δω με τα μάτια της ψυχής μου το φωτοστέφανό του; Πώς να μπορέσω να ξεριζώσω τον σπόρο της καχυποψίας που ευδοκιμεί στην ανάπηρη φύση μου ώστε να αξιωθώ να αντικρύσω το αληθινό του ανάστημα;
Συλλαμβάνοντας τον εαυτό μου να κάνει αυτοκριτική με αφορμή μια φωτογραφία, συνειδητοποιώ ότι η μορφή του Αγίου λειτουργεί καταλυτικά ακόμα και ως απλή απεικόνιση. Σκέφτομαι πως αυτό είναι το «σκάνδαλο» της αγιοσύνης. Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Ο άγιος άνθρωπος, άθελά του, προκαλεί τριγμούς στο περιβάλλον του. Το πεντακάθαρο υλικό του γίνεται καθρέφτης , που πάνω του αναγνωρίζει ο καθένας μας αυτό που πραγματικά είναι. Και, κυρίως, αυτό που πραγματικά δεν είναι.
Προφανώς, αυτό το ακριβές είδωλο του εαυτού τους καθρεφτισμένο στην αγιοσύνη του Επισκόπου Νεκταρίου ήταν που δεν άντεξαν και οι εκκλησιαστικοί μηχανορράφοι της Αλεξάνδρειας . Και γι’ αυτό έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σπάσουν το μισητό καθρέφτη .
Τον κοιτάζω ξανά. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί κάπου κοντά στο τέλος της ζωής του. Τα δεινά που τον έχουν βρει σε όλη τη διάρκειά της έχουν πια αφήσει τα σημάδια τους. Μετά την ομοβροντία των συκοφαντιών στην Αλεξάνδρεια, ακολούθησαν χρόνια απελπισίας και κοινωνικής απομόνωσης στην Ελλάδα. Οι βέβηλες κατηγορίες εναντίον του βρήκανε καλούς αγωγούς παντού και στοίχειωσαν το υπόλοιπο του βίου του.
Λογικά, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς από το θύμα μιας τόσο μεγάλης αδικίας να έχουν καταγραφεί στην έκφρασή του τα ανθρωπίνως αυτονόητα για τέτοιες περιπτώσεις αισθήματα: οργή, παράπονο, πίκρα.
Αντί για αυτά όμως και εξαιρώντας την εγγραφή επάνω του της ηλικιακής κούρασης, νιώθω να εκπορεύεται από το βλέμμα του ένα ήσυχο κύμα γαλήνης που με διαπερνά και μου μεταδίδεται αυτούσιο.
Στις αποχρώσεις αυτής της παράδοξης γαλήνης αντιλαμβάνομαι και κάτι ακόμα. Μια ιδιότυπη απορία. Μια απορία που δεν αναζητά απαντήσεις. Ένα ήσυχο «γιατί;» χωρίς κρυμμένο παράπονο. Χωρίς αίτημα για επανόρθωση. Υψωμένο, θαρρείς, στην περιοχή της υπαρξιακής περιδίνησης. Πέρα από το φάσμα του ανθρώπινου πόνου. Κοντά στο φάσμα της έκπληξης. Μιας έκπληξης που προέκυψε από την αποκάλυψη των θείων ενεργειών στο πρόσωπό του, από τη βιωματική εμπειρία των συνεπειών του αόρατου πολέμου των δυνάμεων του φωτός και του σκότους πάνω του.
Νιώθω το χάσμα ανάμεσα σ’ εκείνον κι εμένα να μεγαλώνει. Ο «καθρέφτης» απέναντί μου είναι ανελέητος. Μου αποκαλύπτει συνεχώς τη μειονεξία μου και με υποχρεώνει να σκάψω ακόμα πιο βαθιά μέσα μου, τοποθετώντας τώρα υποθετικά τον εαυτό μου όχι στη θέση κάποιου μέλους του ποιμνίου του, αλλά στη θέση εκείνου του ίδιου.
Πώς θα αντιδρούσα, αλήθεια, εγώ αν γινόμουν ο στόχος μιας τόσο οδυνηρής αδικίας; Υπήρχε περίπτωση να δείξω την ίδια υπομονή στο μαρτύριο και την ίδια υποταγή στο Θείο θέλημα ; Όχι βέβαια.Εγώ θα αξιοποιούσα στο έπακρο κάθε αμυντικό όπλο που μου προσφέρει η ανθρώπινη φύση μου και για το οποίο με δικαιώνει ο ανθρώπινος νόμος. Θα όρθωνα την οργή μου σαν παρηγοριά, το μίσος μου σαν ασπίδα και την εκδίκηση σαν ικανοποίηση.
Γιατί, τελικά, δεν είμαι αυτό που καυχιέμαι.Όσο και αν θεωρητικά έχω πολλές φορές συγκινηθεί από το λογικό παράδοξο του«αγαπάτε τους εχθρούς ημών», αυτό δεν σημαίνει ότι μου είναι εύκολο να το εφαρμόσω στην πράξη .
Δεν μπορώ παρά να το παραδεχτώ: απέναντι στο απόκοσμο θάρρος αυτού του εσταυρωμένου χριστιανού εγώ αποδεικνύομαι δειλή και υποκρίτρια. Μια χριστιανή “invitro”. Η δική μου πίστη έχει «κατασκευαστεί» στον δοκιμαστικό σωλήνα του νου. Η αποδοχή του μαρτυρίου, που είναι η βιωμένη εφαρμογή της, με απωθεί και με τρομάζει.
Με άλλα λόγια, έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λες. Μπορεί να συζητάς «επί χάρτου» για την ιδέα της χριστιανικής αγάπης, να αντιλαμβάνεσαι νοερά το μεγαλείο της και να ομνύεις στη βεβαιότητα της ακλόνητης πίστης σου σ’ εκείνην, όμως, τελικά, η ειλικρίνειά σου για όλα τα παραπάνω θα κριθεί στο πεδίο της μάχης.
Όταν θα βρεθείς μπροστά στο Γολγοθά σου και θα πρέπει να τον ανέβεις. Όταν θα νιώσεις στο πετσί σου έναν πόνο αντίστοιχο με εκείνον του κοινωνικά εξόριστου και ηθικά δολοφονημένου Αγίου Νεκταρίου.Και θα μπεις στο στόχαστρο του φθόνου . Και θα νοιώσεις τα αγκάθια της καταλαλιάς στο μέτωπό σου . Και θα ματώσεις από τη λόγχη του διασυρμού. Και θα υπομείνεις τις βρισιές , τις κατάρες, τις επιθέσεις. Και θα υποφέρεις για χρόνια και χρόνια. Και θα κλάψεις. Και θα πεινάσεις. Και θα απελπιστείς. Και θα ικετέψεις και θα προσευχηθείς. Και, παρόλα αυτά, δεν θα μισήσεις και δεν θα εκδικηθείς.
Στην πραγματικότητα αυτό είναι το μαρτύριο που καλείσαι να υπομείνεις για να βεβαιώσεις τη γνησιότητα της πίστης σου στο Χριστό: όταν όλα σου τα αυτονόητα καταργούνται, όλες σου οι ασφάλειες ακυρώνονται, όλα σου τα συμφέροντα πλήττονται, όλη σου η αλήθεια παραφράζεται, εσύ να παραμένεις στο άρμα της αγάπης και να μην αφήνεις να τρωθεί η ελπίδα σου σ’ αυτήν από την δύναμη του μίσους των άλλων.
Ο Άγιος Νεκτάριος κλήθηκε να μετρήσει την δύναμη της αγάπης του μέσα σε ακραίες συνθήκες. Να χτυπηθεί με το κακό, σώμα με σώμα. Και για κάθε πειρασμό στον οποίο δεν υπέκυπτε ανέβαινε ακόμα ένα σκαλοπάτι στην κλίμακα της ταπείνωσης. Και όσο περισσότερο ανέβαινε, άλλο τόσο κατέβαινε προς στα έγκατα του πόνου, αυτού του διαφορετικού πόνου, του «αγίου πόνου», που αντίστοιχό του ένας κοινός άνθρωπος αδύνατον να νιώσει.
Αυτό το «είδος» πόνου «κερδίζεται» από την δίψα του «γνησίως τον Θεόν αγαπώντος» να μιμηθεί τον Θεάνθρωπο,που πάνω στο Σταυρό μετουσίωσε την προσωπική του οδύνη σε πένθος για τους αγαπημένους Του «εχθρούς». Για μας όλους, δηλαδή, που παραδίδοντας Εκείνον στον τριήμερο θάνατο, παραδώσαμε την ψυχή μας στον αιώνιο .
Σε ολόκληρη την περιπέτεια του μαρτυρίου του ο Άγιος Νεκτάριος ταπεινώνοντας τον εαυτό του υψωνόταν προς το Θεό. Aπαντούσε στο μίσος των άλλων με προσευχή και συγχώρεση. Και όσο περισσότερο έχανε την εκτίμηση των ανθρώπων, τόσο περισσότερο κέρδιζε την εύνοια του Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του.
Το παράδοξο της «ανόδου δια της καθόδου», αυτή η συγκλονιστική αντινομία των εννοιών στη χριστιανική θεολογία, όσο και αν είναι μη συμβατό με την λογική μας, είναι ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωσή μας από τα χωμάτινα δεσμά μας. Και οι άγιοι του Θεού όλων των εποχών αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούσαν και τον ακολουθούν με απόλυτη εμπιστοσύνη, μολονότι γνωρίζουν ότι είναι ο δρόμος του αφόρητου πόνου.
Αυτή η αντίστροφη κλίμακα της ανύψωσης δια της ταπεινώσεως έφτασε τον Άγιο Νεκτάριο στον τελικό του προορισμό μετά την κοίμησή του:
Ο «επικηρυγμένος» άγιος ξεψυχά αθόρυβα στην αίθουσα απόρων του Αρεταίειου. Οι μοναχές τον προετοιμάζουν για το φέρετρο. Το ρούχο του, που ακουμπάν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι, γιατρεύει τον βαριά άρρωστο άνθρωπο που βρίσκεται εκεί. Το σκήνωμα μπαίνει στη νεκροφόρα και μεταφέρεται στην Αγία Τριάδα του Πειραιά μέχρι να έρθει το πλοίο της γραμμής για την Αίγινα, όπου θα γίνει η κηδεία του.Ο ναός, όμως, εκείνη την ώρα είναι κλειστός. Κι έτσι το φέρετρο παραμένει έξω από την είσοδο.
Ο άγιος του Θεού μένει εκτός ναού. Σαν να πρέπει έτσι να γραφτεί η τελευταία πράξη της πορείας του προς την ταπείνωση. Και να συμβολιστεί το ισόβιο κυνηγητό του από τους εκπροσώπους της θεσμικής εκκλησίας .Όμως, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, στο τελευταίο σκαλοπάτι της ανθρώπινης ταπείνωσης, η Χάρη αποκαλύπτει ξανά τη δόξα του.
Ξαφνικά, κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται γύρω από το ταπεινό φέρετρο. Τους προσελκύει το έντονο,παραδείσιο άρωμα που προέρχεται από κει. Κάποιος ανοίγει το σκέπασμα.Αποκαλύπτεται το σώμα του Αγίου, που έχει γίνει πια ολόκληρο μια πηγή που κυριολεκτικά αναβλύζει μύρο.
Ο Θεός τον ανακήρυξε άγιο. Και ο λαός προσκύνησε.
Ξανακοιτάζω τη φωτογραφία του. Στο βάθος του βλέμματός του βρίσκεται η πηγή του πόνου, στην προέκτασή του η απορημένη ενατένιση μας ανθρωπότητας που, από την πτώση μας και πέρα, οδυνάται. Βλέμμα που σηματοδοτεί το «παράδοξο της αγιοσύνης». Της κατάστασης, δηλαδή, εκείνης που είναι κανείς ζαλωμένος το σταυρό των ανθρώπων, ενώ έχει βιωμένη τη χαρά του Χριστού, που είναι καταδικασμένος σε θάνατο, ενώ του δόθηκε Χάρη.
Συνεχίζω να νιώθω αυτή την περίεργη αναστάτωση. Τώρα όμως συνοδευμένη από μια καταπραϋντική σιγουριά. Το γαλήνια απορημένο βλέμμα του μου επιβεβαιώνει: πάντα θα υπάρχουν άγιοι. Και, όσο θα υπάρχουν, θα υπάρχει και για μας η ελπίδα τής γνωριμίας μας με τον αληθινό μας εαυτό. Θα καθρεφτιζόμαστε στην Ομορφιά τους και θα ανακαλύπτουμε την ασχήμια μας.
Ελένη Ζιώγα
Ηθοποιός-Στιχουργός