25 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΝΕΑ ΚΙΟ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ

 Ιερείς

Πανηγυρική θεία λειτουργία τελέσθηκε τη Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023 Ιερό ναό της Αγίας Ειρήνης επί της Δεσποτικής εορτής των Χριστουγέννων. Την πανηγυρική θεία λειτουργία τέλεσαν οι εφημέριοι του ναού πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης Γάτσιος και π. Ηλίας Γάτσιος.
Στο τέλος της θείας λειτουργίας οι ιερείς ευχήθηκαν στους πιστούς Καλά Χριστούγεννα και ότι καλύτερο για τις οικογένειες τους .
Στην πανέμορφη ελληνική Σμύρνη πριν το 1922, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά αποτελούσε μια από τις επισημότητες σκόλες της χρονιάς με ιδιομορφία δραστηριότητας και χαρακτηριστικών εκδηλώσεων. Ας ζήσουμε για λίγο στη Σμύρνη τις άγιες τούτες μέρες…
«…Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναϊκό σπίτι. Απο νωρίς το απόγευμα άρχιζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του «Χριστού τη μέρα» που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γίινει «ειδική καθαριότητα». «Σώμα και ψυχή», όπως έλεγε η μητέρα/ σαν φέρνανε αντίρρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι/ κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε ολο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γινει «τρίμερο» με σκέτο νερόβραστο.

Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. «Τώρα και τάλλα σου χρέη», έλεγε σοβαρή – σοβαρή, «τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε»/ Αυτά ήτανε: – Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές/ το πάτερ ημών και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα.

Όταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη/ ερχότανε η σειράγια τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. «Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ/ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια,/ αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μερες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χιλιες ευκές με τρέμουλη απο τη συγκίνηση φωνη, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση.Το ίδιο γινότανε κι αυτό απο τον πατέρα και τη μητέρα και όσους θειους και θειες βρισκόντουσαν κοντά. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσανε τη νονά. Από πολύ μικρά τα πήγαινε η μάνα τα παιδιά στη νουνά, για να τα ευχηθεί τη μέρα που θα μεταλαβαίνανε. Σαν μεγαλώνανε πηγαίνανε πρόθυμα μόνα τους. Γιατί, η συγχώρευση της νουνάς, είχε μια ιδιαίτερη χαρά. Πάντα μετά το χειροφίλημα και τις ευχές «να γίνουν καλοί Χριστιανοί», ήβαζε κάμποσα μεταλίκια στις τσέπες των βαφτισιμιών της, λέγοντας: «για να ανάψετε κερί αύριο που θα μεταλάβετε». Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπίτι, σ’ ένα ρακοποτηρο, μοσχάτο κρασί κι έδινε στα παιδια, να πιούνε μια γουλιά/ «για να πάει η αγία κοινωνια κάτω»/ και συνάμα παρέγγελνε, όσο πειστικά μπορούσε: «Προσέξτε παιδιά, να μη φτύστε καθόλου σήμερα/ να μη χτυπήστε και ματώστε/ και προ πάντων/ να μη πείτε άσκημο λόγο/ προσέξτε! έχετε μεταλάβει μη το ξεχάστε!» Οι μέρες απο τα Χριστουγέννα ίσαμε τον Αγιο Βασίλη ητανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπίτια όλο ετοιμασίες.

Οι νοικοκυράδες μπαινοβγαίνανε φουριόζες κι όλο μουρμουρίζανε για τα παιδιά, που μπερδεύανε μέσα στα ποδάρια τους και δεν περνούσε μέρα που να μη τα καταχερίσουνε. Μα ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα πάντα ήταν εντάξει. Τα σπίτια «πετούσαν» απο πάστρα και μοσκοβολούσαν κανέλλα και καριοφύλλι, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο. Ούλα τα πατροπαράδοτα αντέτια, ήπρεπε να γίνουν οπως τα βρήκανε από τσι γονιοί τους.Πρωί – πρωί ξεκινούσε ολη η οικογένεια, με τα κατάκαλά τους, να πανε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στην τζέπη του το ρόδι, που θα σπούσε στην πόρτα του σπιτιού σαν θα γυρνούσαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λέγανε. Μετά απ’ αυτό ήπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ ολη τη φαμίλια του «καλή χρονιά», φιλώντας έναν – έναν σταυρωτά. Σαν τέλειωναν οι ευχές, όλη η φαμίλια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε αμέσως το θυμιατό, και θύμιαζε με μοσκολίβανο, πρώτα την πίττα και μετά έναν – έναν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας ήκοβε την βασιλιόπιττα με την ίδια κάθε χρόνο σειρά:

Το πρώτο κομμάτι του Χριστού,/ της Παρθένου/ και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας απο τους παπούλήδες. Το νόμισμα ήτανε πάντα μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θάπεφτε θάφερνε μεγάλο γούρι. Πολλές φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε την πίττα, να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά να τα πούνε. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ίσιο. Οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα:

Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού: χρόνια πολλά να ζήσει, ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι. Δεν πρόφταινε καλά – καλά να τελειώσει το κόψιμο της πιττας/ και το μοίρασμα των μπουναμάδων/ κι αρχίζανε να καταφτάνουν τα πρώτα βίζιτα./ Παλιό αντένι κι αυτό.Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, συγγενείς και φίλοι/ μόνο άντρες/ ανταλάανε βίζιτα για να ευχηθούν «τα έτη πολλά». Ακόμη και άγνωστοι μπαίνανε από μέσα, για να πούνε τις ευχές τους. Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού, ούλη μέρα της Πρωτοχρονιάς έμεναν ανοιχτές, για όλο τον κόσμο. Μόνοι οι γιατροί,/ σαν γιατροί/ πηγαίνανε/ τη χρονιάρα μέρα/ στα σπίτια. Και ανάγκη να ήτανε, αποφεύγανε να τους καλέσουνε. Όλοι οι επισκέπτες ήπρεπε να σερβιριστούν απο το μεγάλο τραπέζι της σάλας, που ηταν ανοιγμένο πέρα για πέρα. Στρωμένο με το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο, απο τα προυκιά της νοικοκυράς, με κεντημένα στη μέση τα ψημιά της. Όλα τα καλά του Θεού βρισκόντουσαν, για το καλό της χρονιάς, απάνω σε εκείνο το τραπεζι. Βαλμένα με τάξη στα καλά σερβίτσια, που φύλαγαν για τις χρονιάρες μέρες.Όπως σε όλη τη Μικρασιατική Ελλάδα έτσι και στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, το σημερινό Κιόστε, το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων γιορταζόταν με χαρές, τραγούδια και ξεφαντώματα, πιο πολύ γιατί όλοι οι ταξιδεμένοι ήταν στο χωριό.

Παρέες παιδιών τη παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ και όχι το πρωί όπως γίνεται σήμερα, κρατώντας πολύχρωμα, φωτεινά φαναράκια ξεχύνονταν στους γιορτινούς δρόμους για να πουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια το «Καλήν Εσπέραν άρχοντες» που ήταν και στους στίχους και στη μουσική ίδια όπως τα λέμε σήμερα.

Η μέρα όμως που τα παιδιά πραγματικά ξεχνιόνταν στους δρόμους ήταν το βράδυ της παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τότε που γύριζαν όλο το χωριό, σπίτια και μαγαζιά κρατώντας στα χεράκια τους τραμπούκες και βαποράκια. Μέρες ολόκληρες ετοίμαζαν τα βαπόρια τους και τα αρματώνανε.

Ήταν καταστόλιστα με πολύχρωμα, φωτεινά φαναράκια και χάρτινα φουντάκια. Έμοιαζαν με εξωτικά βαπόρια. Μερικά παιδιά είχαν την υπομονή και αντί βαπόρια έκαναν εκκλησίες χάρτινες που έμοιαζαν στην Αγία Σοφιά. Ήταν μεγάλη χαρά να τις βλέπει κανείς φωτισμένες εσωτερικά καθώς έμοιαζαν παραμυθένιες. Τραγουδούσαν τον Άγιο Βασίλη όπως τραγουδιέται και σήμερα σε στίχους 16 σύλλαβους και 15 σύλλαβους Ιαμβικού μέτρου και σε στίχο και σε μουσική. Επίσης μπορεί να τραγουδούσαν και έναν άλλο Αγιο Βασιλη Τσεσμελήδικο με στίχους 15 συλλαβους αλλα μουσική ίδια με τα κάλαντα των Χριστουγέννων.


Τα φιλοδωρήματα ήταν αρκετά και πάντοτε σε χρήμα. Τη νύχτα της παραμονής οι νοικοκυρές άφηναν γλυκίσματα και νερό για να κατέβει ο Αγιος Βασιλης και να φάει. Η συνήθεια αυτή, υποστήριζαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής, συνδεόταν με τη λατρεία των νεκρων συγγενών τους κατά την αρχαιότητα και τα μειλίγματα, τις ιλαστήριες θυσιες των Αρχαίων Ελλήνων. Δεν ξεχνάμε την υψηλη μόρφωση των Μικρασιατών, ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζουν αυτήν τη λεπτομέρεια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Έλληνες Μικρασιάτες, ως πρόσφυγες πλέον, μετέφεραν το έθιμο αυτό το οποίο διατηρείται έως σήμερα.