Ο Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από εύπορη και ευσεβή οικογένεια. Ο πατέρας του, Ιωάννης Πλανάς, είχε ένα εμπορικό καΐκι και η μητέρα του, Αυγουστίνα Μελισσουργού, ήταν κόρη του ιερέα Γεωργίου Μελισσουργού. Ο μικρός Νικόλας ανατράφηκε σε χριστιανικό περιβάλλον και βοηθούσε στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα τον παππού του, από τον οποίον έμαθε τα πρώτα γράμματα.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του και σε ηλικία 14 ετών ήλθε με τη μητέρα του και την αδελφή του στην Αθήνα. Στα 17 του νυμφεύθηκε, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, την Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα. Χήρευσε όμως νωρίς, καθώς η σύζυγός του πέθανε μόλις γεννήθηκε το παιδί τους, ο Γιαννάκης, που το μεγάλωσε μόνος του.
Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην εκκλησία και στις 28 Ιουλίου 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό Μεταμορφώσεως της Πλάκας. Μετά από πέντε χρόνια, στις 2 Μαρτίου 1884, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στο ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, όπου έψελναν δύο πασίγνωστοι Έλληνες συγγραφείς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Ο πατέρας Νικόλαος ιερουργούσε κάθε Κυριακή στους ναούς του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού (οδός Καλλιρρόης) και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του λεγομένου «Κυνηγού», στη σημερινή οδό Βουλιαγμένης. Τις καθημερινές λειτουργούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου οι αγρυπνίες του άφησαν εποχή και προσήλκυαν τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας, ειδικά όταν στο ψαλτήρι βρισκόταν το δίδυμο Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη. Οι δύο συγγραφείς σε κείμενά τους έχουν εξάρει την απλότητα, την ταπεινότητα και την αγιοσύνη του πατέρα Νικόλα. Έχουν αναφερθεί μαρτυρίες παιδιών ότι τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης.
Ο παπα-Νικόλας ζούσε λιτά, σχεδόν ασκητικά. Του αρκούσε για τροφή λίγο ψωμί και λίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε ο ίδιος, και κάποιες φορές, λίγο γάλα που του πρόσφεραν βοσκοί στην ερημική τότε περιοχή του Αϊ-Γιάννη. Βοηθούσε τους φτωχούς ενορίτες του, ακόμη και από το υστέρημά του. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του, σύμφωνα με μαρτυρίες. Θεράπευε ασθενείς, απομάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Την Κυριακή του Ασώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932, ο παπα-Νικόλας λειτούργησε για τελευταία φορά στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του και στις 2 Μαρτίου 1932 αποδήμησε εις Κύριον, σε ηλικία 82 ετών. Το επόμενο πρωί το λείψανό του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα επί τριήμερο στον ναό του Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένη. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από κάθε σημείο του λεκανοπεδίου Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο. Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαρτίου, παρουσία πλήθους κόσμου και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ο οποίος εκφώνησε τον επικήδειον λόγον.
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα λείψανα του Νικολάου Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του ναού του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Τον ίδιο χρόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε Άγιο τον Νικόλαο Πλανά, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η μνήμη του τιμάται την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου.
Απολυτίκιο
Τας του πλάνου παγίδας εκφυγών, ιερώτατε, απλανῶς επορεύθης δια βίου, πατὴρ ημών, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά, ουράνια χαρίσματα λαβών, αγρυπνίαις και νηστείαις, ιερουργών οσίως τω Κυρίῳ σου. Όνπερ καθικετεύων εκτενῶς, Νάξιον ιεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ημίν το θείον έλεος.
Κοντάκιο
Εν παντί έθνει, καιρώ και χρόνω Θεός αμάρτυρον ουκ αφήκεν Αυτού την θείαν δόξαν και την θειότητα τους δε όντας αγίους εν τη γη αυτού και Πλανάν τον Νικόλαον εδόξασε και ημίν εδωρήσατο πρεσβευτήν, πατέρα και θερμόν εν ανάγκαις αντιλήπτορα.
Μεγαλυνάριο
Χαίροις, του Προδρόμου δούλος πιστός, των αγρυπνιών τε ο εργάτης ο θαυμαστός, χαίροις, εκκλησίας προφήτου Ελισσαίου το σέμνωμα και δόξα, πάτερ Νικόλαε!