07 Μαΐου 2024
Η ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣΑ ΜΑΓΕΙΡΙΤΣΑ
-Παπαδιαμάντικη σύγχρονη διήγηση-
π.Διονύσιος Ταμπάκης
ΑΝΕΥ της ποθητής μαγειρίτσας έμελλε άραγε να απομείνει φέτος ο Χαραλάμπης , ο και Χάρος επονομαζόμενος παιδιόθεν, μη δυνάμενος μέχρι τούδε να αποκαλύψει ουδείς την αιτίαν αυτής της παρονομασίας. Ίσως διότι ηρέσκετο να φορεί πάντα σκούρα και μπλαβιά χρώματα στην απλή και μετριόφρονα ενδυμασία του.
Από της εβδομάδος που ψάλλομε τον Μεγάλο Κανόνα είχε κάμει τηλεφώνημα ένα πρωινό εις την εκκλησίαν της Παναγίτσας , να ετοιμαζόμεθα και –Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος– οσονούπω και το δίχως άλλο θα κατέβει και πάλιν από τας Αθήνας δια να μας επισκεφθεί και φέτος την Μεγάλην Εβδομάδαν.
Εις τον ναόν τούτον ο Χάρος εβαπτίσθη και έζησε τα παιδικά, εν αφελότητι καρδίας χρόνια του και όπου μέχρις και της σήμερον, καίτοι πλησιάζει σε λίγο τα εβδομήκοντα, έρχεται ανελλιπώς και απαρεγκλίτως κάθε Μεγάλην Εβδομάδαν και Ανάστασιν στον περικαλλή και κατανυκτικότατον ναΐσκον της Παναγίτσας στ'Ανάπλι δια να εορτάσει Χριστόν και ρωμαίικη Ανάσταση.
Τωόντι η πατρίς τού καθενός ανθρώπου είναι η παιδική του ηλικία. Και οι πάντερπνες αναμνήσεις, που είχαν γίνει νοσταλγία στην αγαθή και ανεξίκακη ψυχή του, τον εμαγνήτιζαν ακαταπαύστως εκεί, όπως τον Οδυσσέα στον ποθεινόν του νόστον η Ιθάκη.
Επήρε, λοιπόν, Μεγάλη Τετάρτη το πρωί ενθουσιασμένος το λεωφορείον από τον Κηφισόν, φορτωθείς με έναν ταξιδιωτικόν, μαύρον σάκον (είπομεν πως του αρέσουν τα μπλαβιά) και, όπως ο Αιθίοπας δυνάστης Κανδάκης, «ἐπορεύετο τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος» (Πράξ. η΄ 26-39), έως ότου ύστερα από σχεδόν δύο ώρας απεβιβάσθη εις τ’ Ανάπλι και επήρε η ανασεμιά του οξυγόνο παλαιάς Ελλάδος και παιδικών αναμνήσεων απέναντι από το Δημοτικόν Σχολείον, όπου εφοίτησε τα γράμματα, έμαθε για Χριστόν και για Ελλάδα και όπου έλαβεν κιόλας το γνωστό παρατσούκλι του (αλλ’ όπου τώρα, φευ, εις τα περισσότερα σχολειά έχουν αφαιρέσει υπερηφάνως τας αγίας εικόνας, διότι δεν είναι «της μοδός» και της πολιτικής ορθότητος).
Βεβαίως δεν ελησμόνησε κι εφέτος να λάβει μαζί του το παλαιόν, κεροστάλακτον, μαύρον, αγιονορείτικον ράσον του και την χακί, χονδρή, στρατιωτικήν ζώνην, όπου την φορεί έξωθεν του εξώρασου, σαν τον Παπαφλέσα στο Μανιάκι, προκειμένου ακινδύνως δια την μέσην του να σηκώνει τον Τίμιον Σταυρόν την Μεγάλη Παρασκευή εις την περιφοράν εκεί ψηλά, εις τα σοκάκια τα μυρίπνοα και ανθοφόρα του Ψαρομαχαλά και των βραχατέικων στο παλαιόν Ανάπλι.
- Ω ,Καλώς όρισες και πάλι, αγαπητέ μας Γιώργο. Πολύ μας συγκινείς. Μα πρόσεχε, ευλογημένε, θέλω να είσαι αόρατος και να μην με ενοχλείς στο Ιερό, όπου κάμνω τας λειτουργίας.
Το είπεν τοιουτοτρόπως ο ιερεύς έχων υπερβολικήν ευαισθησίαν εις τους ήχους και μη δυνάμενος να ακούει τας θύρας και το μάνδαλον να ανοιγοκλείνουν συνεχώς κατά τας ακολουθίας, ως θύρας των αστικών λεωφορείων.
-Καταπώς το λες, παπούλη, θα μπαίνω και θα βγαίνω ως να ευρίσκεται κάποιος και να κοιμάται εντός του Ιερού και να μην τον εξυπνήσω.
Μα... τουναντίον! Αμέσως και πάλι ελησμόνει του παραγγέλματος και... ντάκα-ντούγκα το πόμολο και η πόρτα να ενοχλεί και πάλιν τον Λειτουργόν.
Ευρίσκει ο καλός μας Χάρος άφατον χαράν να ομιλεί και να ευαγγελίζεται Χριστόν και Ορθοδοξίαν εις όλους τους προσκυνητάς του ωραιόθωρου ναΐσκου, εισέτι και εις ομάδας τουριστών, όποτε εισέρχονται από τα εξωτερικά, μέχρι και εξ Αμερικής και Ιαπωνίας. Τους ομιλεί με ολίγα Αγγλικά, σε ελληνικήν όμως προφοράν, και με Ελληνικά τ’ ανάπαλιν, αλλά με αγγλικήν προφοράν, ώστε να μπουν στο πνεύμα.
Εφέτος μάλιστα ανέβασε ένα ολόκληρον γκρουπ Ευρωπαίων εις τον γυναικωνίτην, για να αποθαυμάσουν από ψηλά το κάλλος της εκκλησιάς και το χρυσοστόλιστον, παλαιόν τέμπλον και να βγάλωσιν φωτογραφίας.
Μα, δεν έλαθε του ιδιοτρόπου (και γράφοντος) ιερέως, όστις, βλέποντάς τους και κουνώντας μαζί τας χείρας, φωνάζοντας για να κατέβουν αμέσως κάτω Ελληνιστί, ολίγον Αγγλιστί και Τουρκιστί («άλτιντα τσαμπούκ!»), τους παρήγγειλε να εξέλθουν του γυναικωνίτη, όπου υπάρχουσιν πολλά εικονίσματα και βιβλία.
Αυτοί ουδέν εκαταλάβαιναν, Γερμανοί όντες, και συνέχιζον με τα μηχανάκια τους και τα ιντερνέτια-κινητά τους να τραβούν βίντεο και φωτογραφίας.
- Γιατί, πάτερ, τους ομιλείς Τούρκικα, αφού δεν καταλαβαίνουν; ερώτησε ύστερα ως ψόφιος κοριός από την ενοχή του ο Χάρος τον παπούλη.
- Γιατί, και Ελληνικά, όπου τους μιλάω,καταλαβαίνουν; Τουλάχιστον έτσι βρίσκω ευκαιρία να προβάρω τα λίγα Τουρκικά που έμαθα προσφάτως εις την Σμύρνη!
Το όλον ο αγαπητός μας Χάρος εκάθισεν τέσσαρας ημέρας εις τ’ Ανάπλι, φοιτώντας επί σχεδόν δεκαπενταώρου καθημερινώς και λατρευτικώς στην γλυκιά του Παναγίτσα, δια να βοηθεί τας νεωκόρας εις ό,τι του παρήγγελλον δια την ευπρέπειαν του ιερού ναού.
Εκατέλυσεν εις τι ξενοδοχείον, εις μονόκλινον δωμάτιον (ευτυχώς που ευρήκε κιόλας αυτάς τας ημέρας διαθέσιμον μετά την επέλαση του υπερτουρισμού).
-Και πού τρως, βρε Γιώργο, αυτάς τας ημέρας; τον ερώτησεν ο ιερεύς.
-Να ’ναι καλά οι ταβέρνες! Υπάγω εις τον φίλον μου τον Ψαροσαβούρα, μάγειρα από τους καλούς και παραδοσιακούς, που σου φτιάχνει ό,τι λαχταράς, από αλάδωτα και ψάρια μέχρι κρεατικά... είπεν ήσυχος και με βεβαιότητα αναμφισβήτητον, κουνώντας το ψαρό κεφάλι του και πιάνοντας την μακρυάν, εφέτος, ως καλογήρου γενειάδα του, που ως συνταξιούχος πλέον ημπορεί ησύχως και ανεμποδίστως να την θρέφει με καύχησιν σαν άλλος καλόγηρος του Αγίου Όρους.
-Γιατί, βρε Γιώργη, τον ερωτούν τινές περίεργοι, αφήνεις γένια; Καλόγηρος θα γενείς;
Και εκείνος ο μακάριος ,με τους μαύρους αφθόνους οφθαλμούς του ,ως ηρέμους οψιδιανούς ,τους απαντά:
-Μακάρι και να μπορούσα να δοθώ στον Χριστό, μα έχω γυναίκα και παιδί της παντρειάς.
Πράγματι, αγαπά με πόθο ασίγαστο κάθε τι ρωμαίικο και ορθόδοξο, που προκαλεί ευλάβεια και Χριστοσεβασμόν.
Μάλιστα εις την φετινήν ανάστασιν δεν έκαψε τα μαλλιά του, όπως πέρυσι, μα μόνον τα ακρογένια του από την λευκήν, αναστάσιμη λαμπάδα, που κρατούσε ευρισκόμενος εις το Ιερόν.
Η παπαδιά έτρεξε αμέσως εις το άγιον Βήμα να ερωτήσει τον σύζυγόν της:
- Παπά, γιατί μυρίζει ούτως και δυσανασχετεί ο κόσμος από την καμμένη μυρωδιά;
-Ε, δεν ξέρεις; Κάηκε πάλιν ο Χάρος… είπεν ο ιερεύς κι εκούνησε την κεφαλήν του με τον μαύρον κούκον του.
Και ευθύς εκατέβη εις το νεωκορείον η γλυκυτάτη, εύμορφος και στρογγυλοπρόσωπος παπαδιά (ομοιάζουσα εις τας μορφάς των αυτοκόλλητων αγγελακίων, που κολνούν τα παιδάκια εις τα τετράδιά των) και, λαμβάνοντας μπόλικον λιβάνι, αγιορείτικον, με άρωμα γαρδένιας, το έβαλεν πλούσιον εις το λιβανωτόν δια να μοσχοβολήσει η Εκκλησία, αφού τώρα ήταν στην αρχή του πασχαλιάτικου Όρθρου και είχε ώρα ακόμη μέχρι να θυμιάσει ο λειτουργός στην Θ΄ Ωδή της Θεοτόκου, μετά το συναξάρι.
Εις όλην την Λειτουργίαν ο ιερεύς, μαζί με τον κόπον του μετά από την Μεγάλην Εβδομάδα, ιστάμενος προ του Αγίου Βήματος είχε και την έγνοια μην βάλει πυρκαϊάν άθελα του εις το Ιερόν ο Χάρος.
Είχε καθίσει αποσταμένος εις μίαν καρέκλαν του Ιερού στο δεξιό κλίτος ημικοιμώμενος (και ενίοτε... εντελώς κοιμώμενος), βαστάζων στην δεξιάν του ανημμένην την άσπρην λαμπάδαν του.
-Γιώργο, πρόσεχε μην μας βάλεις φωτιά!
-Αποκλείεται, πάτερ μου! ανταπέδιδε ο Χάρος πάλι με βαριά και κοφτή φωνή, ενώ μονολογούσε σιγανά προς εαυτόν: Τι πράγματα κι αυτά ετούτη την χρονιά! Το Άγιον Φως καίει πολύ και βγάζει κάπνα! Μα, τι τα θες; Πολέμοι εκεί κάτω, αίματα, συκοφαντίες έως της σήμερον για το Άγιο Φως και την Ανάσταση(Ματθ. κη΄ 15), άνομοι και βλάσφημοι νόμοι στην πατρίδα μας… Περιέστειλε ο Θεός την χάρη Του, μπας και μετανοήσωμεν!
Μα ενόσω η Λειτουργία επορεύετο από τον μυστικόν Γολγοθάν εις το αναστάσιμον Μνημείον με ψαλμούς και πασχαλιάτικας εορτάσιμους ωδάς ,πλήρεις παιδικής χαρωπότητος, εκεί κοντά εις τους Αίνους του αναστάσιμου Κανόνος ψιθυρισμοί και ανησυχία ηκούσθη όπισθεν του δεξιού αναλογίου.
-Τι να συνέβη;
Περίεργον, μαύρον, πλαστικόν κυτίον ήτο αφημένον πίσω από το ψαλτήρι και κάτω από ένα στασίδι.
Ο κυρ Τάκης ο ψηλός, πρώην τσολιάς των ανακτόρων, και κάποιοι άλλοι, ανήσυχοι και καχύποπτοι, το εθεώρησαν ως βόμβαν και τρεχάτοι επήγαν εις τους επιτρόπους της ενορίας να τους πληροφορήσουν περί του υφισταμένου κινδύνου!
Όλοι απεμακρύνθησαν από εκεί κοντά. Οι πιστοί άρχισαν λανθάνοντας και σε λίγο φανερώς να ανησυχούν δια τούτο, μα ένας πιο ψύχραιμος επίτροπος, με ένα όμορφο και κομψό, άσπρο και μαβί κουστούμι και με το απαραίτητο μαντηλάκι εις την τσέπην, κρατών μάλιστα κατάστημα με ενδύματα εις τ’ Ανάπλι, πήγε άφοβος, έσκυψε, το ήνοιξεν και ηύρεν πως είναι απλά μία ζεστή μαγειρίτσα. Επάνω μάλιστα εις το καπάκιόν του το κουτί είχεν και την απόδειξιν από την ταβέρνα του Ψαροσαβούρα.
Ο ανοιχτόκαρδος επίτροπος με χιούμορ εσήκωσε την απόδειξιν εις τους γύρω παρευρισκομένους και αγωνιώντας και την εκράδαινε λέγοντας:
-Να και μία βόμβα με απόδειξη!
Ευθύς αμέσως το εύρημα μετεβιβάσθη εις το παγκάριον και εις το σημείον των απολεσθέντων και έγινε πάλιν σιωπή.
Η Θεία Λειτουργία επροχώρησε εις το ατέλεστον τέλος της και μετά τον Κοινωνικόν ο πρώην κοκκινογέννης ιερεύς (νυν δε λευκάζων) εδιάβασε με κατάνυξιν τον Κατηχητικόν Λόγον του αγίου Ιωάννου του Χρισοστόμου εκ της Ωραίας Πύλης.
-Άσπρίσατε γρήγορα, του είχε ειπεί κάποτε μία κυρία που πρόσεχεν πολύ τας προλήψεις, όταν τον είχε καλέσει κάποτε εις την οικίαν της δια να τελέσει αγιασμόν. Μα ξέρετε, ας είναι! Χαλάλι! Είναι καλύτερα τώρα, παρά πριν που τα βάφατε!
Ο ιερεύς δεν ομίλησε, απλώς μόνον γέλασε δια το ακούσιον αστείον, όπως κρυφογελούσε πάντα κάτω από τα μουστάκια του οπότε η κυρία αύτη του εζητούσε να αγιάζει προς τα δεξιά και ουχί προς αριστερα , για να πιάσει ο αγιασμός και να μην έχουνε... γρουσουζιά!
Ο πιστός λαός, έστω και ανύστακτος εκείνη την φωτοφόρο βραδυά, λαμπρυνόμενος με λευκά και πολύχρωμα, αναστάσιμα ενδύματα, ανταπέδωκεν ευφραινόμενος, σκιρτών και αγαλλόμενος, το «Αληθώς ανέστη» και εις το πέρας όλοι μαζί το εψάλλανε σαν επινίκιον ύμνον και ιαχή δια την νίκην του Ιησού Χριστού, του πάντων Βασιλέως, κατά του θανάτου και του Άδου, αφθαρτίζοντος την οικουμένην και φθείροντος την φθοράν.
Εις το αντίδωρον και αφού εκοινώνησε και ο ρασοφορεμένος Χάρος των Αχράντων Μυστηρίων, ανέβηκε ευλαβώς εις το αναλόγιον κι εδιάβαζε με πόθο και δάκρυα κατανύξεως την Θείαν Μετάληψιν.
Όμως εις το νεοκωρείον μικράν αναστάτωση πάλιν είχε προκληθεί.
Το μαύρο, μυστηριώδες κουτί με την μαγειρίτσαν, όπως παραδόξως είχε εμφανισθεί, ούτως παραδόξως είχε και πάλι απολεσθεί και ουδείς την ηύρισκεν.
Ο Χάρος σε ανύποπτον χρόνον, ως αόρατος χάρος, περιήλθε κάτω μέχρι το Παγκάρι και έλαβε αυτήν πάλι εις την χείρα, μηδέν ενοχλούμενος δια την πορείαν της μαγειρίτσας, και βαστάζοντάς την εις την αριστερήν του χείρα, κρατών εισέτι με την δεξιάν του την λαμπάδαν του, την έβαλεν εις τον μαύρον σάκον του, για να τήνε φάει μετά λαχτάρας πασχαλιάτικης ως άκακον, ψελλίζον νήπιον εις το ξενοδοχείον.
Μάλιστα πολλοί του επρότεινον να πάει να δειπνήσει μαζί στα σπιτικά τους την βραδιά του Αγίου Πάσχα, μα αυτός ευγενικώς ηρνήθη λέγων πως «είμαι πολύ ευαίσθητος και τέτοιες μέρες κλαίω από την αγάπη και την λατρεία για τον Χριστόν μου. Αφήστε με, το λοιπόν, να φάγω με δάκρυα κατανύξεως την μαγειρίτσα στην ησυχία μου και να μην αναστατώνω κι εσάς και την οικογένειά σας τέτοια άγια μέρα».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – χαρά ανέστη!
π. Διονύσιος Ταμπάκης
Άγιον Πάσχα 2024