14 Απριλίου 2025

ΕΝΑ ΤΡΟΧΑΙΟ

ΑΡΓΟΛΙΔΑ

π. Δημητρίου Μπόκου

«… ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός»

(Μέγας Βασίλειος)

Ανασήκωσε λίγο το μαξιλάρι του, πέρασε ελαφρά το χέρι της στα ανακατωμένα μαλλιά του, άπλωσε καλύτερα το σεντόνι πάνω του και πήρε την τσάντα της να φύγει.

- Αύριο πάλι με το καλό, έτσι, αδερφέ; Καληνύχτα και καλή δύναμη να σου δίνει ο Θεός, είπε χαμογελαστή, καθώς έβγαινε με το αεράτο βήμα της απ’ το δωμάτιο.

Έκλεισε τα μάτια του κουρασμένος κι άφησε το κεφάλι του να κυλήσει στο πλάι.

Ο Θεός! Ποιός Θεός!

Είχε κουραστεί πια! Ολόκληρο χρόνο τον κατάτρωγε η αρρώστια. Στην αρχή την πήρε για κάτι ασήμαντο, μα γρήγορα κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν σοβαρά. Ευτυχώς που μπορούσε να γίνεται η θεραπεία στο σπίτι και δεν χρειαζόταν να μένει για πολύ στα νοσοκομεία. Μα είχε φτάσει στα όριά του.

Οι δικοί του τον φρόντιζαν με το παραπάνω. Και, δόξα τω Θεώ, είχε αρκετό κόσμο γύρω του. Αυτό όμως δεν εμπόδισε να τρυπώσει μέσα του μια ύπουλη σκιά μελαγχολίας. Έβλεπε πως η ζωή του έσβηνε. Του έλεγαν πως όλα θα πάνε καλά, μα δεν το πίστευε. Η αμφιβολία τον έλειωνε νύχτα και μέρα.

Δεν ήταν κακός άνθρωπος, έτσι τουλάχιστον πίστευε. Ζούσε ήσυχα, αποτραβηγμένος, δοσμένος ολόψυχα στο σπίτι του και στις δουλειές του. Αυτόν βρήκε ο Θεός να τυραννήσει; Τόσοι εκμεταλλευτές γύρω του ζούσαν και βασίλευαν. Αυτός μύγα δεν πείραζε. Πού είναι επιτέλους ο Θεός, όταν καλοί άνθρωποι υποφέρουν; Απ’ την καρδιά του ανέβαινε επίμονα ένα παράπονο.

Σιγανά βήματα στο δωμάτιο τον έκαμαν ν’ ανοίξει τα μάτια του. Η γυναίκα του κρατώντας ένα ποτήρι νερό ήταν δίπλα του.

- Πώς είσαι; Ώρα για τα φάρμακά σου, είπε σιγανά.

Μόλις είχε γυρίσει απ’ το Μεγάλο Απόδειπνο. Η Σαρακοστή κόντευε να τελειώσει. Άλλες χρονιές, τέτοιες μέρες, δεν έχανε ακολουθία. Αλλά φέτος ήταν τόσο διαφορετικά. Η αρρώστια του άντρα της την είχε καθηλώσει δίπλα του. Της έλειπε πολύ η Εκκλησία. Ωστόσο καταλάβαινε πως ήταν σπουδαιότερο η περιποίηση του αρρώστου απ’ τη δική της ευχαρίστηση. Μα όταν μπορούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο, όπως σήμερα που ήρθε η Φωτεινή, η ανδραδέλφη της, έτρεχε ν’ ακούσει τους Χαιρετισμούς ή το Απόδειπνο. Πόσο γαλήνευε στην κατανυκτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας!

Έβγαλε ένα χάπι απ’ το κουτί που κράταγε και το ’δωσε στον άντρα της. Του ανασήκωσε το κεφάλι και τον βοήθησε να πιεί λίγο νερό. Πήγε στη γωνιά με τα εικονίσματα, άναψε το καντήλι, λιβάνισε, έκαμε τον σταυρό της και προσκύνησε.

- Θεέ μου!… Παναγία μου!…

Η προσευχή της έβγαινε μουρμουριστή. Ο άντρας της έκαμε να γυρίσει πλευρό ενοχλημένος. Τον εκνεύριζαν όλα αυτά.

Ο Θεός! Ποιός Θεός!

Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα ’τρεχε στις εκκλησιές σαν τη γυναίκα του. Η δική του σχέση με τον Θεό ήταν αλλιώτικη. Πάνω στο δούναι και λαβείν. Οι προσευχές του ήταν όλο αιτήματα για παροχές. Ο Θεός έπρεπε να ’ναι ο πρόθυμος υπηρέτης του. Μα τώρα όλα άλλαξαν.

Η γυναίκα του τέλειωσε καμμιά φορά το πέρα-δώθε. Ήρθε και ξάπλωσε αθόρυβα δίπλα του.

- Απ’ τα παιδιά κάτι νεότερο; τη ρώτησε.

- Στις οκτώ με πήραν πως ξεκίνησαν. Ως τα μεσάνυχτα θα είναι εδώ.

- Τους είπες να μην τρέχουν μες στη νύχτα;

- Το ξέρεις, καλέ μου, πως είναι το πρώτο που τους λέω πάντα. Ησύχασε, κοιμήσου, μην ανησυχείς. Θα τα φυλάει ο Θεός.

Πάλι ο Θεός! Μα ποιός Θεός!

Έκαμε κάτι να πει, μα εκείνη άπλωσε το χέρι της κάτω απ’ τα σκεπάσματα αποζητώντας το δικό του. Παραμέρισε με προσοχή τα σωληνάκια που το τριγύριζαν και του το χάιδεψε απαλά. Ο άρρωστος ένιωσε όμορφα στην τρυφερή εκείνη επαφή. Η ζεστασιά της παρουσίας της έδιωχνε λιγάκι τις ανήσυχες σκέψεις του. Το μυαλό του άρχισε να χαλαρώνει, καθώς η νάρκη του ύπνου τον κυρίευε σιγά-σιγά.

…Η δέσμη των προβολέων έσκιζε αμείλικτα το σκοτάδι, καθώς το αυτοκινητάκι κατάπινε με βουλιμία τα χιλιόμετρα. Τα παιδιά τους γύριζαν για τις διακοπές του Πάσχα. Η νύχτα υγρή και σκοτεινή τους τύλιγε. Τα δυο αδέλφια προσπαθούσαν να κρατηθούν άγρυπνα. Στη μικρή οθόνη του ταμπλώ η ώρα έδειχνε έντεκα. Ο έρημος δρόμος άρχιζε ν’ ανηφορίζει ελαφρά. Μπροστά τους πελώριος και θεοσκότεινος υψωνόταν ο όγκος του βουνού. Ο Άγγελος, ειδικευόμενος γιατρός, πάτησε βαθιά το γκάζι.

- Θα τη βγάλω ακόμη και με πέμπτη την ανηφόρα! είπε κεφάτος στην αδελφή του, τη φοιτήτρια.

- Κόψε λίγο, νύχτα είναι! απάντησε η Κατερίνα.

- Το ’χω ξανακάνει, μη φοβάσαι! την καθησύχασε και όρμησε με σιγουριά στον ανήφορο, που γινόταν όλο και πιο απότομος.

Ο δρόμος δρασκέλιζε το βουνό στον αυχένα κι αμέσως λόξευε αριστερά πριν πάρει την κατηφόρα. Φωτεινές ανταύγειες τους προειδοποίησαν πως και άλλο όχημα ερχόταν αντίθετα. Μα όταν πάτησαν την κορφή, η αθέατη πλευρά του δρόμου τούς επιφύλασσε οδυνηρή έκπληξη. Μπροστά τους φάνηκαν, όχι ένα, αλλά δυο αυτοκίνητα. Το ένα πάσκιζε πάνω στη στροφή, εντελώς αντικανονικά, να προσπεράσει το άλλο.

Οι αντίθετες φωτεινές δέσμες, ίδια φλογισμένα σπαθιά φοβερών ξιφομάχων, διασταυρώθηκαν για μια και μόνη στιγμή στον σκοτεινό ουρανό. Αμέσως με εκκωφαντικό θόρυβο, σαν κεραυνός μετά την λάμψη της αστραπής, ακολούθησε η σύγκρουση. Ο Άγγελος έστριψε δεξιά, μα ήταν αργά για να προλάβει το μοιραίο. Το πρόσθιο φτερό του τινάχτηκε ψηλά και χάθηκε στο σκοτεινό βουνό. Το μικρό αυτοκίνητο, χτυπημένο πλαγιομετωπικά, δεν κατάφερε να κρατηθεί στον δρόμο και ανατράπηκε. Κύλησε στην πλαγιά, μα οι μεγάλοι βράχοι το συγκράτησαν.

- Παναγιά μου! έμπηξε μια φοβερή κραυγή η Κατερίνα.

Μα τελικά είχαν μαζί τους άγιο. Οι αερόσακοι άνοιξαν ακαριαία, οι ζώνες λειτούργησαν άψογα, τα παιδιά σώθηκαν. Τρομερά σοκαρισμένα βγήκαν απ’ το αυτοκίνητο κι έτρεξαν μακριά. Τα ξένα αυτοκίνητα χάθηκαν μουγκρίζοντας, στοιχειά του σκότους, χωρίς να σταματήσουν στιγμή.

- Από θαύμα γλυτώσαμε! φώναξαν τα παιδιά.

Τα τραύματά τους ευτυχώς ήταν επιπόλαια. Μα το αυτοκίνητο από παντού αιμορραγούσε. Διάφορα υγρά τρέχανε στο χώμα. Έμεινε αχρηστεμένο στην πλαγιά.

Και τώρα; Ανέβηκαν στον δρόμο για ωτοστόπ. Μα ερημιά βασίλευε παντού.

...Περασμένες δύο ξύπνησε η μάνα τους για να δώσει στον άρρωστο το φάρμακό του. Κοιτάζοντας το ρολόι αλαφιάστηκε.

Πού είναι τα παιδιά; Πώς και δεν έφτασαν ακόμα;

Η αγωνία τη συνεπήρε ολάκερη. Ο άρρωστος κατάλαβε τί τρέχει. Ανασηκώθηκε, μα έτρεμε σύγκορμος και ξανάπεσε. Η γυναίκα άρπαξε το τηλέφωνο. Τα πήρε στο κινητό. Αιώνες κύλησαν μέχρι ν’ ακούσει τη φωνή της κόρης της.

- Μαμά, ερχόμαστε, μην ανησυχείς! Είχαμε μια καθυστέρηση, θα τα πούμε σπίτι.

Μα πόση ήταν η έκπληξή της, όταν μισή ώρα αργότερα ένα ξένο αυτοκίνητο σταματούσε μπροστά στην πόρτα τους. Τα παιδιά κρατώντας τις βαλίτσες κατέβηκαν ευχαριστώντας επανειλημμένα τον άγνωστο οδηγό, που χωρίς να χάσει λεπτό, ξανάβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε. Η μάνα είχε μείνει άφωνη.

Τα παιδιά εξήγησαν τί είχε συμβεί. Και πως, αφού δυο-τρεις οδηγοί πέρασαν χωρίς να δώσουν σημασία, βρέθηκε μετά από ώρα πολλή, ουρανόσταλτος σωτήρας, ο καλός αυτός άνθρωπος και τους έφερε. Της κόπηκαν τα πόδια. Έκανε και ξανάκανε τον σταυρό της.

- Μεγάλο τ’ όνομά σου, Θε μου!...

Ο άρρωστος ανασάλεψε πάλι. Για πρώτη φορά είπε φωναχτά τη σκέψη που τον βασάνιζε.

- Για ποιόν Θεό μιλάς; Μας ξέγραψε ο Θεός εμάς. Αλλιώς δεν θα μας έστελνε τόσες συμφορές!

- Μα τί λες, άντρα μου; Δεν σου φτάνει που έσωσε τα παιδιά μας; Φαντάζεσαι τί θα μπορούσε να ’χε γίνει;

- Μπαμπά! φώναξε λίγο επιτιμητικά η κόρη του. Γιατί παιδεύεσαι έτσι; Για σκέψου λίγο. Απόψε ένας άγνωστος άνθρωπος μάς έκανε κακό και μας παράτησε. Φταίξαμε βέβαια λίγο κι εμείς, γιατί τρέχαμε. Κι ένας άλλος άγνωστος ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά και, χωρίς να μας χρωστάει τίποτε, απλώς επειδή το θέλησε, μας έσωσε. Με τον τρόπο που σκέφτεσαι, είναι σαν να κατηγορείς τον σωτήρα μας, για τις δικές μας ευθύνες και για το κακό που μας έκανε ο άλλος.

- Ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω, κόρη μου! είπε κουρασμένα ο άρρωστος.

- Μα δεν το φέρνει ο Θεός, μπαμπά μου, το κακό στον κόσμο. Εμείς το κάνουμε, μιας και μας δόθηκε ελευθερία να διαλέγουμε. Όμως το κακό έχει συνέπειες πολλές. Στην ψυχή δεν τις βλέπουμε, αλλά στη φύση και στο σώμα το πέρασμά τους φαίνεται ξεκάθαρα: αρρώστια, γηρατειά, θάνατος. Μόνοι μας φέρνουμε τη φθορά παντού. Κι όταν κάνουμε κακό στους άλλους, πόλεμο, αδικία, εκμετάλλευση, πόση ταλαιπωρία, πόσα δεινά σωριάζουμε στον κόσμο ολόκληρο; Μας φταίει ο Θεός γι’ αυτά; Εκείνος, αν θυμάσαι, είχε φυτέψει έναν παράδεισο για μας. Ε, λοιπόν, έγινε τώρα κόλαση. Μα όχι από Εκείνον. Από μας!

- Όμως εγώ δεν έχω κάνει σε κανέναν το κακό. Γιατί να τα περνάω αυτά;

- Κανένας μας δεν είναι τέλειος. Όλοι μας κάνουμε κακό, μικρό η μεγάλο αδιάφορο, ακόμα κι αν μια μέρα είναι μόνο η ζωή μας. Μ’ αυτό ποτίζουμε τη ρίζα του κακού, δεν την αφήνουμε ποτέ να ξεραθεί. Δέντρο βαθύρριζο το κάναμε αιώνες τώρα κι ύψος του δώσαμε πολύ, παντού ν’ απλώνει τη σκιά του. Είμαστε συνυπεύθυνοι λοιπόν για το κακό που γίνεται όπου γης. Μα κι ό,τι γίνεται σε μας, χωρίς δική μας άμεση ευθύνη, μπορεί να είναι από κακό που κάνουν άλλοι. Ακόμα κι από προηγούμενες γενιές.

- Μα να πληρώνω εγώ για το κακό που κάνουν άλλοι;

- Τρώνε την αγουρίδα οι γονείς, τα δόντια των παιδιών μουδιάζουν όμως, που λέει κι η παροιμία («Οι πατέρες έφαγον όμφακα και οι οδόντες των τέκνων ημωδίασαν» [Ιερ. 38, 29]). Οι αμαρτίες των γονέων παιδεύουν τα τέκνα. Δεν μεταβιβάζεται βέβαια κάποια τιμωρία, κάποια ενοχή στα παιδιά, αλλά οι φυσικές συνέπειες του κακού. Τί φταίνε τα αθώα πλάσματα που υποφέρουν, επειδή γεννήθηκαν από άρρωστους γονείς; Δεν ζούμε μόνοι μας στη γη αυτή. Ό,τι κι αν κάνουμε, πάει και στους άλλους. Βάζει ο κακοποιός φωτιά στο σπίτι μας; Όμως εμείς θα μείνουμε στον δρόμο άστεγοι και θα παγώνουμε στο κρύο. Όχι αυτός. Κάνουν πολέμους οι μεγάλοι, μα την πληρώνουν οι μικροί. Από τη βόμβα που έριξαν στη Χιροσίμα κάποτε, πόσοι πεθαίνουν ακόμα σήμερα; Εν τέλει η αμαρτία δεν αφορά μονάχα εκείνον που την κάνει, κι ας τη νομίζει αποκλειστικά δική του υπόθεση. Απλώνει την ολέθρια σκιά της σε πολλούς. Ακόμα και στις επόμενες γενιές.

- Καλά και ο Θεός για όλα αυτά τί κάνει; Γιατί δεν επεμβαίνει;

- Με το ζόρι; Να μας πετρώνει επί τόπου κάθε φορά που πάμε ν’ αμαρτήσουμε; Να μας αστυνομεύει; Μα πρώτοι εμείς θα επαναστατούσαμε! Είναι αδιαπραγμάτευτο χαρτί γι’ αυτόν η ελευθερία μας. Δεν γίνεται να μας την αφαιρέσει. Τη σέβεται απόλυτα. Δεν έπλασε όντα δουλικά. Κοντά του θέλει μονάχα όσους ελεύθερα διαλέγουν να ’ναι μαζί του. Από ’κει και πέρα διορθώνει τις συνέπειες του κακού, όσο γίνεται βέβαια, για να βγει η μεγαλύτερη ωφέλεια για μας. Γι’ αυτό και συμμετέχει αυτοπροσώπως στο βαθύ μυστήριο του πόνου μας. Τον παίρνει επάνω του. Πονάει μαζί μας, υποφέρει, σταυρώνεται, πεθαίνει. Αλλά και ανασταίνεται. Για να γυρίσει την κατάρα σε ευλογία. Να δείξει πως δεν είναι μόνο όλεθρος ο πόνος, αλλά και δρόμος για τη λύτρωση. Έχει τον σκοπό του κι αυτός.

- Το θέμα όμως είναι τώρα εδώ, ενόσω ζούμε, τί γίνεται, όχι μετά στον άλλο κόσμο.

- Μα εδώ είναι ακριβώς το μυστικό. Λησμονημένοι, παρατημένοι κι ορφανοί δεν είμαστε ποτέ για τον Θεό. Όχι στον άλλο κόσμο, αλλά εδώ και τώρα μας βοηθάει ο Θεός. Βάζει και τη δική του ματωμένη πλάτη κάτω απ’ τον δικό μας τον σταυρό. Και μόνο έτσι αντέχουμε τα βάσανά μας. Μαζί του η ζωή μας γίνεται υποφερτή, γλυκαίνει ο δρόμος της. Μπορούμε να ’χουμε ακόμα και χαρά μες στα παθήματά μας. Κι όσους πονάνε, κλαίνε, υποφέρουν κι αδικούνται, τους κάνει ευλογημένους. Είναι μακάριοι γι’ αυτόν, όχι καταραμένοι.

- Δεν φταίει ο Θεός λοιπόν ποτέ για το κακό;

- Όχι βέβαια! Εμείς οι ίδιοι με τη θέλησή μας, αλλά και οι άλλοι, το προξενούμε στη ζωή μας. Εκείνος να μας βοηθήσει μόνο έρχεται, να μας γλυτώσει, βγάζοντας απ’ το κακό καλό, όσο μπορεί. Απόψε κάποιος μας έσωσε απ’ το κακό, που κάποιος άλλος μας προξένησε. Δε θα ’ταν τρέλλα να κατηγορήσουμε αυτόν που μας βοήθησε, αντί για ‘κείνον που μας χτύπησε; Έτσι κι εδώ: Άλλοι μας βλάπτουν ή έστω από μόνοι μας εμείς ζημιώνουμε τον εαυτό μας, κατηγορούμε όμως τον Θεό. Δεν είναι φοβερά παράλογο αυτό;

Η Κατερίνα μιλούσε με έξαρση. Την άκουγαν όλοι προσεκτικά. Λογιστικά σπούδαζε, πού την έμαθε τη θεολογία; Ο άρρωστος είχε κλείσει τα μάτια του και δεν μιλούσε. Η κόρη του ανησύχησε.

- Μπαμπά, πώς είσαι;

- Καλά, παιδί μου! Μη φοβάσαι. Σκέφτομαι. Νομίζω πως δεν έχεις άδικο. Είχα σκληρύνει λίγο από τον πόνο μου, τ’ ομολογώ. Έβλεπα τα πράγματα με πιο ρηχή ματιά, όπως με βόλευε μονάχα. Υπεύθυνο για όλα θεωρούσα τον Θεό. Ήμουν λιγάκι εγωιστής και άδικος μαζί του.

- Τώρα όμως όχι πια! Έτσι, μπαμπά μου; είπε χαμογελαστά και τον αγκάλιασε η κόρη του. Δε θα σκέφτεσαι έτσι. Μου το υπόσχεσαι;

- Ναι, γλυκειά μου, μπορώ να σου χαλάσω το χατίρι; προσπάθησε να χαμογελάσει κι εκείνος, πράγμα που εδώ και μήνες είχε ξεμάθει πώς γινόταν.

Και ήταν η πρώτη φορά που μια αναλαμπή τρύπωσε μέσα του κι ένα γλυκό, αλλιώτικο, διάφανο φως πήρε σιγά-σιγά να διώχνει το μελαγχολικό σκοτάδι της καρδιάς του. Ζεστό το άγγιγμα της θεϊκής Αγάπης που ’ρχότανε να σταυρωθεί, ανάδευε γλυκειές ελπίδες μέσα του, αναστάσιμες.

Τα μάτια όλων είχαν δακρύσει.

Πάσχα 2007

Διαδίδω την «Αντιύλη»

Εκτυπώνω/προωθώ σε φιλικά μου e-mails